Η Σαντορίνη χαρτογραφείται, αλλά αυτή την φορά με διαπλανητική τεχνολογία και με στόχο να προληφθούν καταστάσεις, όπως η έκρηξη ενός ηφαιστείου.
Πιο συγκεκριμένα, ένα πρωτοποριακό για την Ελλάδα χάρτη δημιούργησε μια αμερικανο-ελληνική επιστημονική ομάδα.
Εφαρμόζοντας σε υποθαλάσσια δεδομένα της Ελλάδας γεωλογικές μεθόδους χαρτογράφησης που προορίζονται για άλλους πλανήτες, οι ερευνητές δημιούργησαν για πρώτη φορά στη χώρα μας έναν συνδυαστικό γεωμορφολογικό χάρτη, κλίμακας 1:100.000, του χερσαίου και θαλάσσιου ανάγλυφου για το ηφαιστειακό σύμπλεγμα Χριστιανών-Σαντορίνης-Κολούμπου.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παρασκευή Νομικού, «αυτός ο χάρτης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των εκτιμήσεων επικινδυνότητας στη Σαντορίνη, η οποία αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό της Ελλάδας και παράλληλα χαρακτηρίζεται ως περιοχή με αυξημένο ηφαιστειακό και σεισμικό κίνδυνο».
Από άλλο πλανήτη
Οι γεωλογικοί χάρτες είναι θεμελιώδεις για την εκτίμηση των φυσικών κινδύνων, αλλά η ανάπτυξή τους για υποθαλάσσιες περιοχές είναι δύσκολη λόγω της έλλειψης φυσικής πρόσβασης στην περιοχή της μελέτης.
Οι υποθαλάσσιοι γεωμορφολογικοί χάρτες χρησιμοποιούνται για να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το γεωλογικό καθεστώς, αλλά και χωρικές πληροφορίες όσον αφορά τις γεωμορφές, τις σχετικές γεω-επικινδυνότητες και τη διαχείρισή τους.
Τέτοιου είδους χάρτες δημιουργούνται από δεδομένα τηλεπισκόπησης, όπως τα ψηφιακά υψομετρικά μοντέλα (DEM), τα οποία όμως παρουσιάζουν περιορισμούς και φραγμούς στην υποθαλάσσια χαρτογράφηση.
Επιπλέον, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή πλανητικών γεωλογικών χαρτών, μπορεί να αξιοποιηθεί ως εργαλείο για την ανάπτυξη μιας σειράς χαρτών που θα είναι συγκρίσιμοι, ανεξάρτητα από το εκάστοτε προσωπικό επεξεργασίας τους, τη μορφοποίηση των δεδομένων, τις τοποθεσίες ή τις κλίμακες.
«Οι υποθαλάσσιοι γεωμορφολογικοί χάρτες που παράγονται από την πλανητική μεθοδολογία θα αυξήσουν τη βιωσιμότητα του εντοπισμού και της αξιολόγησης των θαλάσσιων γεωκινδύνων σε περιοχές όπου μέχρι σήμερα έχουν γίνει ελάχιστες ως και καθόλου σεισμικές έρευνες και δειγματοληψίες. Η νέα μέθοδος μπορεί επίσης να μειώσει το κόστος των προτεινόμενων ερευνητικών αποστολών», εξήγησε η Παρασκευή Νομικού.
Επιπλέον, πρόσθεσε, ότι ο νέος γεωμορφολογικός χάρτης της περιοχής θα αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές επιστημονικές προτάσεις γεωφυσικών αποστολών και, παράλληλα, θα είναι ένα εργαλείο προσέγγισης για την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την αόρατη δραστηριότητα των υποθαλάσσιων ηφαιστείων και ρηγμάτων.