Βασικό άξονα της εξισορροπητικής στρατηγικής της Ελλάδας έναντι του τουρκικού ηγεμονισμού αποτελούν οι συμμαχίες. Στο πλαίσιο του ευρύτερου ανορθολογισμού μας, όαση συνιστά το γεγονός ότι έχουμε συγκλίνει κατά τα τελευταία χρόνια τα συμφέροντά μας με δρώντες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Κεντρικές πτυχές της σύγκλισης είναι η συναντίληψη περί της τουρκικής απειλής αλλά και, όσον αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, η ύπαρξη του κοινού διακυβεύματος της πρόσβασης των ενεργειακών προϊόντων της περιοχής στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω του ελληνικού διαδρόμου.
Τα διλήμματα ασφαλείας των συγκεκριμένων κρατών από την τουρκική στρατηγική συμπεριφορά στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι σαφώς ευδιάκριτα και είναι εκείνα που τα δεσμεύουν στο δημιουργούμενο συνεργατικό δεσμό. Προφανώς η κινητοποίηση συμμάχων από την Ελλάδα αυξάνει το κόστος αποσταθεροποίησης της περιοχής, καθώς επαπειλείται γενικότερη ανάφλεξη.
Εν τέλει αυτή είναι μια συνταγή σταθερότητας και ειρήνης, αλλά φυσικά ενέχει και ένα μεγάλο κίνδυνο για οποιονδήποτε θελήσει να φθάσει στα άκρα.
Ποια είναι, λοιπόν, η βέλτιστη λύση για τη σταθεροποίηση του συστήματος (έστω προσωρινά «μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε με τον Ερντογάν»); Η υποχώρηση του απειλούμενου, ήτοι της Ελλάδας και η ανάληψη του κόστους από αυτή. Σε αυτή την περίπτωση, ζημιώνεται η Ελλάδα αλλά διασώζεται η ασφάλεια της ΝΑΤΟϊκής παρουσίας στην περιοχή. Πολύ βολικό… αλλά για ποιον;
Προμετωπίδα μιας προσπάθειας εξώθησης της Ελλάδας σε κατευναστικές πρακτικές και υποχωρήσεις είναι η διασπορά του φόβου διά της πεποίθησης ότι η Τουρκία είναι «πανίσχυρη» και η ίδια η Αθήνα «εγκαταλελειμμένη» από συμμάχους και ευθυγραμμισμένους δρώντες.
Μετά τις ως άνω «άσχετες» θεωρητικές επισημάνσεις, ας μου επιτραπεί να αναφερθώ στην ανησυχία Ελλήνων δημοσιολογούντων για το γεγονός ότι η Αίγυπτος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συζητήσεων με την Τουρκία αναφορικά με την οριοθέτηση Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πέραν του δεδομένου ότι η είδηση έσκασε ως άλλη φωτοβολίδα και δεν αναπαράχθηκε ευρέως στην Ελλάδα, δηλωτικό του ότι επρόκειτο για εκτίμηση του τύπου «ρίχνουμε άδεια να πιάσουμε γεμάτα», βρήκε αμέσως ευήκοα ώτα σε φιλοκυβερνητικές τουρκικές εφημερίδες με το συμπέρασμα εμφανές: «Η Ελλάδα εγκαταλείπεται από τους συμμάχους της – Η Ελλάδα ανησυχεί – Η Τουρκία εδραιώνει τη στρατηγική παρουσία της στην περιοχή».
Η Αίγυπτος συνιστά μια χώρα που μόλις άρχισε να σταθεροποιείται υπό τη μέγγενη των Αδελφών Μουσουλμάνων, οργάνωση η οποία αποτελεί δίαυλο προβολής ισχύος της Άγκυρας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Το στοιχείο αυτό καθιστά περισσότερο αβέβαιη τη συνεννόηση με την Τουρκία, αλλά δε σημαίνει και ότι το Κάιρο θα δώσει «γροθιά στο μαχαίρι» επιδιώκοντας ανοιχτή αντιπαράθεση.
Προφανώς και έχει ορίσει τα συμφέροντά του αντιθετικά ως προς την Τουρκία, αλλά ένα αποσταθεροποιημένο εσωτερικό καθεστώς με σχετικά περιορισμένους συντελεστές ισχύος θα επιχειρήσει να αναβάλει την ενεργητική εκμετάλλευση των δικαιωμάτων του.
Εξάλλου, η Αίγυπτος έχει εκκινήσει μια συντεταγμένη προσπάθεια εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της προκειμένου να αντιπαρέλθει τις οικονομικές δυσκολίες και να διευρύνει τις προοπτικές εξασφάλισης της επιβίωσης του καθεστώτος αλ Σίσι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσαν προ δύο εβδομάδων οι δέκα συμφωνίες που υπέγραψε με τέσσερις εταιρείες για την εξόρυξη χρυσού στην Ανατολική Σαχάρα, ενώ στο ίδιο πλαίσιο τίθενται και οι συμφωνίες για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων.
Αποκλείεται η συνεννόηση Τουρκίας-Αιγύπτου; Στις διεθνείς σχέσεις, όπου έχουμε δει τις συμμαχίες Τσόρτσιλ-Ρούσβελτ-Στάλιν και αργότερα Νίξον-Μάο, δεν αποκλείεται τίποτα, αν και με τα δεδομένα των τελευταίων ετών κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Σημασία, όμως, έχει ο ζήλος με τον οποίο προσεγγίζουμε το θέμα και οι δημοσιοποιούμενες εκτιμήσεις μόνο και πάντα προς τη μία συγκεκριμένη πλευρά, με στόχο τον εκφοβισμό της κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος.
Είναι ευθύνη της χώρας μας πώς θα θωρακίσει αυτό το πλέγμα συμμαχιών που έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια και πώς θα το αναπτύξει επιτέλους στο υψηλότερο επίπεδο.
Όπως επεσήμανε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο μνημειώδες έργο του Θεωρία του Πολέμου: «Η Ελλάδα δεν πρέπει να ξεκόψει από τις σημερινές της συμμαχίες, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει, έμπρακτα και όχι μόνο λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Οι σύμμαχοι αξίζουν για εσένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμία συμμαχία και καμία προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης».