Το νομοσχέδιο για το υπουργείο Εξωτερικών που κατατέθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής από τον υπουργό είναι άκρως προβληματικό, όπως αναλύσαμε σε άρθρο μας τις προηγούμενες ημέρες.
Ωστόσο, το σκεπτικό των συντακτών του είναι πως με αυτό θα αυξηθούν οι δυνατότητες του ΥΠΕΞ να ανταπεξέλθει στο νέο διεθνές περιβάλλον.
Είναι η γνωστή τακτική κάθε εξουσίας να περιβάλει θετικά ιδεολογικά κάθε της ενέργεια, για να περάσει. Αυτό το νομοσχέδιο είναι ένα τεράστιο κείμενο 600 άρθρων, χαρακτηριστικό κακών νομικών κειμένων, όπως λένε οι νομικοί. Πολλά από αυτά που ρυθμίζει ανελαστικά θα μπορούσε να προβλεφθεί να ρυθμιστούν με Προεδρικά Διατάγματα – ώστε να είναι εύκολη και η αλλαγή τους αν αποδειχθούν αναποτελεσματικά.
Η εξωτερική –και η αμυντική– πολιτική έχουν σχέση με την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας και είναι πολύ σοβαρά θέματα για να περάσουν τα νομοσχέδια που τις αφορούν αβρόχοις ποσί.
Πολύ επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως η εξωτερική πολιτική χρειάζεται μεν αναθεώρηση ως προς τις δομές που την παράγουν, τη διαμορφώνουν, την υλοποιούν και την υποστηρίζουν, αλλά υλοποιείται από ανθρώπους. Και η αιχμή αυτών των ανθρώπων είναι οι διπλωμάτες. Δεν μπορεί να περιθωριοποιείς τους διπλωμάτες ή να τους απαξιώνεις και να πιστεύεις πως μπορεί να εφαρμόσεις αποτελεσματική εξωτερική πολιτική.
Χρειάζεται, βεβαίως, η δημιουργία νέων τμημάτων στο ΥΠΕΞ τα οποία σε τεχνικό επίπεδο θα υποστηρίξουν μια σύγχρονη εξωτερική πολιτική. Αλλά το επίκεντρο στην υλοποίησή της είναι μια καλή διπλωματική υπηρεσία.
Βεβαίως, σημαντικό ρόλο έχει και το επιτελείο του εκάστοτε υπουργού. Αλλά η συμβολή του είναι κάτι επιπρόσθετο σε μια πάγια κατάσταση, σε μια παγιωμένη πολιτική που μεταβάλλεται, ασφαλώς, και προσαρμόζεται, αλλά έχει και σταθερά χαρακτηριστικά. Και αυτήν την παγιωμένη αντίληψη την ενσωματώνει και την εκφράζει το υπουργείο Εξωτερικών. Ως θεσμός που κουβαλά θεσμική μνήμη. Έτσι γίνεται, παντού.
Στον πολύπλοκο κόσμο που ζούμε χρειάζονται και άλλες αλλαγές. Τα πράγματα στη διεθνή σκηνή μεταβάλλονται με ταχείς ρυθμούς. Είναι δύσκολο σε ένα υπουργείο Εξωτερικών και σε μια κυβέρνηση να μπορεί να τα παρακολουθήσει και να διαμορφώνει πολιτική στον άμεσο χρόνο που χρειάζεται.
Η περίπτωση της Λιβύης επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Μετά την ανακοίνωση του τουρκολιβυκού συμφώνου, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αντέδρασε άμεσα και απέλασε τον Λίβυο πρέσβη. Βλέποντας τα πράγματα από μια χρονική απόσταση, υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο η απόφαση ήταν ορθή. Ίσως να έπαιρνε μια πιο αποτελεσματική για τα εθνικά συμφέροντα απόφαση αν είχε μπροστά του αναλυτικές και σε βάθος μελέτες για την προοπτική και τα εναλλακτικά σενάρια των εξελίξεων στη Λιβύη.
Βεβαίως, την εξωτερική πολιτική την αποφασίζει η κυβέρνηση αφού πάρει εισηγήσεις από το υπουργείο Εξωτερικών, που υλοποιεί, και στο οποίο υπάρχουν διαδικασίες διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής. Αλλά δεν αρκούν.
Αλλά και το ΥΠΕΞ συνεπικουρείται από τις λεγόμενες «δεξαμενές σκέψης, τα αποκαλούμενα think tanks. Στην Ελλάδα λειτουργεί οργανωμένα ένα μόνο, το ΕΛΙΑΜΕΠ, το οποίο δέχθηκε επιθέσεις, άδικες κατ’ εμέ.
Η Ελλάδα είναι βαθιά ενταγμένη στο δυτικό σύστημα ασφαλείας. Και οι αναλύσεις του ΕΛΙΑΜΕΠ παίρνουν κυρίως υπόψη αυτήν την ένταξη. Ως προς αυτό, επιτελεί ικανοποιητικά το ρόλο του. Οι προτάσεις του για τη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής λαμβάνουν κατά βάση υπόψη τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό παράγοντα.
Δεν είναι κακό αυτό, αλλά δεν αρκεί. Δεν μπορείς να έχεις μια μονοδιάστατη προσέγγιση για να καταλήξεις σε προτάσεις εξωτερικής πολιτικής. Χρειάζεται η δημιουργία και η υποστήριξη και άλλων δεξαμενών σκέψης.
Ιδού μερικές προτάσεις:
1. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Το γνωστό ΙΜΧΑ. Έχει άριστες υποδομές –δικό του πολυώροφο, εξαιρετικό κτήριο–, και απασχολεί ήδη προσωπικό.
Το ΙΜΧΑ είχε συγκροτηθεί για να υποστηρίξει σε θεωρητικό και ακαδημαϊκό επίπεδο την προσπάθεια της χώρας να αντιμετωπίσει το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων. Ασχολήθηκε και με άλλους τομείς ακαδημαϊκά, στα Βαλκάνια.
Σήμερα, ο κύριος λόγος λειτουργίας του μάλλον εξέλιπε. Βεβαίως, τα Βαλκάνια είναι παρόντα, οι χώρες αναπτύσσουν πολιτική και η Ελλάδα πρέπει να έχει λεπτομερή πολιτική για τις βαλκανικές χώρες.
Μπορεί, όμως, ο ρόλος του να διευρυνθεί και να ασχολείται με θέματα ευρύτερης πολιτικής τα οποία θα προσδιορισθούν με το νέο του οργανόγραμμα.
2. Σ’ αυτόν τον νέο ρόλο του ΙΜΧΑ (το οποίο θα μπορούσε και να μετονομαστεί), μπορούν να ενταχθούν και να συμβάλλουν διπλωμάτες, στρατιωτικοί και ακαδημαϊκοί που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Αλλά και νέοι επιστήμονες που σπούδασαν διεθνείς σχέσεις, διεθνές δίκαιο και τα συναφή.
Υπάρχει μια θεσμική μνήμη που φέρουν οι άνθρωποι που αφυπηρέτησαν από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, η οποία θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη. Χάνεται με τη συνταξιοδότησή τους η οποία γίνεται στα 67 χρόνια ή και νωρίτερα. Για τα σημερινά δεδομένα η ηλικία αυτή είναι η πιο παραγωγική σε σκέψεις και προτάσεις. Υπάρχει γνώση, εμπειρία και ψυχραιμία.
3. Όπως έχει προτείνει ο πρέσβης ε.τ. Νίκος Κανέλλος, η Διπλωματική Ακαδημία θα μπορούσε να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη. Για πολλούς λόγους το Κέντρο πρέπει να αποσυμφορηθεί. Αν παλαιότερα υπήρχαν λόγοι όλα να είναι συγκεντρωμένα στην πρωτεύουσα για να υπάρχει η άμεση επαφή, ο λόγος αυτός εξέλιπε. Με τον κορονοϊό δόθηκε η ευκαιρία να διαμορφωθούν ψηφιακές δομές που παρέχουν τη δυνατότητα επαφής και διδασκαλίας οπουδήποτε. Ακόμη και Σύνοδοι Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν γίνει μέσω διαδικτύου.
4. Θα μπορούσε ακόμη να αναβαθμιστεί το επίπεδο σπουδών της ΑΔΙΣΠΟ (Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου). Και να λειτουργήσει ένα τμήμα της ως παραγωγός στρατιωτικής διπλωματίας και αμυντικής πολιτικής.
5. Στην προσπάθεια προβολής της ελληνικής πολιτικής θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο και η ΕΡΤ3. Το να προβάλλεις για να γίνει γνωστή η πολιτική της χώρας σου στην ευρύτερη περιοχή που ζεις δεν είναι προπαγάνδα, αλλά οφειλόμενη ενημέρωση την οποία τα κρατικά (ή δημόσια, ό,τι προτιμάτε) μέσα ενημέρωσης έχουν υποχρέωση, από το πνεύμα της ιδρύσεώς τους, να κάνουν.
Θα μπορούσαν να γίνουν και άλλες προτάσεις. Εκείνο που προέχει είναι να αποφασίσει η χώρα τι θέλει και πως θα το επιτύχει.
Αυτή τη στιγμή η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έχει τη δυνατότητα, απ’ ό,τι έχω αντιληφθεί, εκπαίδευσης της εφεδρείας της. Τουλάχιστον στο βαθμό που χρειάζεται.
Η αγανάκτηση που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας έχει κινητοποιήσει νέους ανθρώπους οι οποίοι επιτέλεσαν τα στρατιωτικά τους καθήκοντα και τώρα επιθυμούν να συμμετάσχουν σε ασκήσεις του Ελληνικού Στρατού. Οι δικαιολογίες της εκάστοτε ηγεσίας, όχι μόνο της σημερινής, δεν είναι σοβαρές. Το φαινόμενο έχει λάβει τη μορφή ρεύματος.
Πολύ φοβάμαι πως δεν υπάρχει ξεκαθαρισμένη αντίληψη για την αναδόμηση και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι παραπάνω προτάσεις μπορεί να βοηθήσουν σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Στο ξεκαθάρισμα, δηλαδή, του τι θέλουμε ως κοινωνία και πώς θα επιτευχθεί.
Το σίγουρο είναι ότι πολλά πρέπει να αλλάξουν. Αλλά να αλλάξουν με τη διάθεση για περισσότερη αποτελεσματικότητα στην εξωτερική και αμυντική πολιτική.