Εις μνήμην Μοναχού Γαλακτίωνος Κωνσταμονίτη († Δεκέμβριος 2020)
ιϛ΄. Σαν πυρωμένο σύννεφο στεκόταν στον αέρα απάνω απ’ τα κεφάλια μας φωτιά αγριεμένη·
[και άστραφτε και βρόνταγε,
καρβούνιαζε τα πάντα, κι ο φοβερός ο κρότος της έσπερνε τέτοιο φόβο…!
Ούτε ανέμους ισχυρούς που κόντρα την φυσούσαν, μήτε κι αυτήν τη θάλασσα φαινόταν να
[λογάριαζε το πύρινο θηρίο.
Κοντά σε όλ’ αυτά λοιπόν, και το νερό της θάλασσας διστακτικό στεκόταν να πλησιάσει στη
[στεριά· κι άρχισε να μαζεύεται, σηκώθηκε η στάθμη κι έγινε μια φουσκονεριά που ήταν
[άλλο πράγμα.
Να δώσει ο ένας στον άλλονε μια «χείρα βοηθείας», ανώφελο κατάντησε και μάταιο τελείως.
Μπροστά στο φόβο της φωτιάς πισωπατούσαν όλοι, κι η μάχη ήταν άνιση, κέρδιζε το θηρίο.
Κι αυτή ακόμα η θάλασσα τους εναντιωνόταν,
όλους αυτούς που σπεύδανε να φύγουν όπως-όπως· κι απελπισμένοι στρέφονταν κι Εκείνον
[πια καλούσαν που είν’ η σωτηρία μας και
η ζωή η αιώνια.
ιζ΄. Σε δυο γραμμές αν ήθελε κανείς να περιγράψει εκείνη την κατάσταση, νομίζω πως αυτό
[αρκεί: όλα όσα βρίσκονταν στη βασιλίδα πόλη, μαζί και με τις εκκλησιές
και το παλάτι ακόμα, χαμένα ήταν στα σίγουρα, πέρα από κάθ’ ελπίδα,
απ’ την ανθρώπινη πλευρά λογιάζοντας το πράγμα· αλλά και πάλι ο Θεός, όπως το συνηθίζει,
[φρόντισε και μας έσωσε.
Το έλεός Του έδειξε στους κάτοικους της Πόλης· κι αυτούς που στράφηκαν σ’ Αυτόν
[θερμοπαρακαλώντας,
η Χάρη Του τους έκανε να ’ρθουν στα συγκαλά τους και σ’ όλους τη συμπόνοια Του χάρισε ο
[Δεσπότης.
Αλλά σ’ εκείνους τους κακούς, σ’ αυτούς που δεν θελήσαν
κι αρνήθηκαν πεισματικά σε τέτοιο κίνδυνο μπροστά μετάνοια να ζητήσουνε και να
[συνετιστούνε,
επέτρεψε κι έπεσε απάνω τους οργή καταπώς πέφτει στο κορμί του μαχαιριού η κόψη, για
[να γνωρίσουν τελικά και να το καταλάβουν πως το πραγματικά σημαντικό είν’
η ζωή η αιώνια.
ιη΄. Αυτές λοιπόν οι συμφορές πλακώνανε την Πόλη, κι απ’ άκρη σ’ άκρη απλώθηκε ένας μεγάλος
[θρήνος.
Φόβο Θεού όσοι είχανε σηκώνανε τα χέρια
και έλεος Του ζητούσανε· να πάψει αν είναι το κακό, να σταματήσ’ ο πόνος.
Σ’ αυτούς, βεβαίως, ανάμεσα που προσευχή αναπέμπαν ήταν κι ο που βασίλευε – μαζί και η
[κυρά του·
σήκωσε αυτός τα μάτια του στον Πλάστη κι ανακράζει, και τέτοια λόγια του ’λεγε:
«Αυτήν τη Χάρη οπού ’στειλες Σωτήρα στον Δαυίδ Σου και νίκησ’ ο αδύνατος
έναν Γολιάθ θηρίο, στείλε την τώρα και σε με· σε Σένα η ελπίδα μου η μόνη απομένει.
Σώσ’ τον λαό Σου τον πιστό ως Ελεήμων που είσαι, και δώσ’ του και το δώρο σου που είν’
η ζωή η αιώνια.
ιθ΄. Όταν επάκουσ’ ο Θεός τις προσευχές των δόλιων, ότι έκραζαν για έλεος λαός-παλάτι
[αντάμα,
και χύθηκ’ η φιλάνθρωπη συμπόνοια Του στην Πόλη κι ησύχασαν τα πράγματα,
τότε σηκώθηκ’ οδυρμός, πικρό έτρεχε το δάκρυ γι’ όλους αυτούς που θέρισαν τα ξίφη κείν’
[τη μέρα και χύθηκε το αίμα τους στην άμμο του ιπποδρόμου.
Χήρες τους άντρες κλαίγανε, τα ορφανά γονέους, κι
οι πατεράδες κλαίγανε κι εκείνοι τα παιδιά τους· σόγια μοιρολογούσανε για συγγενείς
[χαμένους
κι άλλοι το βιος θρηνούσανε, τις περιουσίες που χάσαν.
Βαρύ το πένθος πλάκωνε ολάκερη την Πόλη.
Χαμαί πεσμένος βρίσκονταν της Εκκλησίας ο θρόνος, αυτός που στον Χριστό οδηγεί που είν’
η ζωή η αιώνια.
κ΄. Οι βαπτισμένοι στου Χριστού το όνομα το Άγιο άλλοτ’ εδώ γιορτάζανε την Του Θεού Σοφία και την Ειρήνη Του μαζί· μ’ ύμνους δοξολογούσαν της Βασιλείας τ’ Ουρανού τις ένδοξες
[Δυνάμεις.
Κι ύστερα ξάφνου είδανε τους Ιερούς Ναούς τους χαλάσματα στο έδαφος, να ’ν’ ένα με το
[χώμα.
Η υψηλή αισθητική, το ένδοξο το κάλλος που κάποτε εξέπεμπαν, στη λάσπη αίφνης κείτονται
[κι εκεί χαμαί σαπίζουν.
Κι ο τόπος ο ολόλαμπρος που τη χαρά σκορπούσε, μόν’ φόβο πια τους προκαλεί, ως απειλή
[φαντάζει.
Άλλοτε φως στραφτάλιζαν… και η πολλή τους ομορφιά σού θάμπωνε τα μάτια.
Ύστερ’ απ’ αυτά που γίνανε δεν ήταν να κοιτάζεις· θέαμα αποκρουστικό, φωτιάς αποκαΐδια.
Και τότ’ όλοι στραφήκανε στη μόνη Σωτηρία, στην έσχατη Ελπίδα μας αυτή που μας παρέχει
[το υπέρτατο το αγαθό που ’ν’
η ζωή η αιώνια.