Το 2020 ολοκληρώνεται, και σίγουρα το γεγονός που σημάδεψε το δίσεκτο αυτό έτος ήταν και είναι η πανδημία του κορονοϊού. Πριν ορισμένα χρόνια, όταν γράφονταν προωθημένες αναλύσεις για μείζονος έκτασης και έντασης υγειονομικές κρίσεις οι οποίες θα επηρέαζαν καθοριστικά τις διεθνείς σχέσεις, οι περισσότεροι εξ ημών θεωρούσαμε ότι επρόκειτο για «υπερβολές» ή για «καταστάσεις που δεν σχετίζονται με τα δικά μας χρόνια».
Η πανδημία έχει ιδωθεί ως ευκαιρία υπονόμευσης ή εξύψωσης της ήπιας ισχύος κρατών, έχει θέσει νέες προκλήσεις και αξιοσημείωτα διακυβεύματα για τις φαινομενικά «άτρωτες» μεγάλες δυνάμεις και έχει υπενθυμίσει ότι η συνεννόηση και η συνεργασία είναι δυσεύρετες ακόμη και εν μέσω μιας τόσο δυσχερούς κατάστασης. Συνεπώς, σχεδόν το σύνολο των κρατικών δρώντων έχει πληγεί, η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο βαθιάς ύφεσης, και ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η οποία έχει μόλις εξέλθει από μια δεκαετία δημοσιονομικής προσαρμογής με απώλεια του 25% του ΑΕΠ της, δύο γενιές είναι πλέον τελεσίδικα χαμένες ή εν πάση περιπτώσει… «φυτοζωούσες».
Δρώντες χωρίς δομές πρόνοιας και κοινωνικού κράτους, σε στρατηγικό επίπεδο εξέρχονται της πανδημίας με σταθερή τη συνοχή τους. Για παράδειγμα η Τουρκία, που «συνεχώς καταστρέφεται», βιώνει μια μεγάλη ύφεση που οδηγεί στην περιστολή των κοινωνικών δαπανών χωρίς την παραμικρή αντίδραση. Τουναντίον, κράτη μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν τεράστιες αντιδράσεις, και προφανώς θα θεωρούσαν «είδος πολυτελείας» την εμπλοκή τους σε πολεμικά μέτωπα, όπως σήμερα πράττει η Τουρκία.
Άρα, ένα συμπέρασμα είναι ότι η αξιολόγηση της τουρκικής οικονομίας και των προεκτάσεων των μακροοικονομικών αποτελεσμάτων επί του κοινωνικού ιστού δεν δύναται να πραγματοποιείται με τους ίδιους όρους, όπως συμβαίνει στη Δύση.
Ας φανταστεί κάποιος ένα ευρωπαϊκό κράτος να ξοδεύει αφειδώς χρήματα σε πολέμους και νέα εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ καλπάζει ο τιμάριθμος και ο πληθυσμός δεν έχει ομαλή πρόσβαση σε προϊόντα πρώτης ανάγκης. Η Τουρκία μπορεί να αναλαμβάνει μεγάλα στρατηγικά κόστη γιατί είναι ένα κράτος διαρθρωμένο δεσποτικά, και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας της έχουν τις ανάλογες προσλαμβάνουσες. Γι’ αυτόν το λόγο, η πανδημία δεν την ταράζει και αναγιγνώσκεται ως «υγειονομική βόμβα», όχι υπό την έννοια της γεννώμενης προβληματικής από τη διασπορά του ιού, αλλά υπό εκείνη της στρατηγικής της εργαλειοποίησης μιας θλιβερής κατάστασης.
Ουδόλως τυχαίο ήταν ότι την περασμένη άνοιξη η πανδημία εξελήφθη ως ευκαιρία, όταν το τουρκικό παρακράτος επιχειρούσε να προωθήσει θετικούς στον κορονοϊό μετανάστες προς τα ελληνικά νησιά.
Την ίδια στιγμή, η ΕΕ συνταράσσεται και οι δομές υγείας φθάνουν στα όριά τους. Ο θάνατος έστω και ενός μολυσμένου ανθρώπου εκτός ΜΕΘ αποτελεί αφορμή σφοδρής αντικυβερνητικής κριτικής, ενώ η πραγματοποίηση επαρκούς αριθμού διαγνωστικών ελέγχων τίθεται καθημερινά υπό κρίση. Στην ΕΕ, το μέλλον των κυβερνώντων κρίνεται από την επιτυχή ή ανεπιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Στην Τουρκία, κρίνεται από την επιτυχή ή ανεπιτυχή διάδοση του Ισλάμ στο Ναγκόρνο Καραμπάχ – και ας μου συγχωρεθεί μια (ενδεχομένως μικρή) δόση υπερβολής.
Ωστόσο, η στρατηγική ανάλυση στη Δύση αποκτά πολλές μεταβλητές, οι οποίες τείνουν στο τέλος να την καθιστούν «πολυτέλεια», αλλά στην Τουρκία τα πράγματα είναι απλούστερα καθώς το ηγεμονικό εγχείρημα προχωρά γιατί η βασική αποστολή του ισλαμικά νομιμοποιημένου κράτους είναι η προώθηση των «αξιών» του Ισλάμ. Ενώπιον του εν λόγω μείζονος σημασίας στόχου, όλα τα υπόλοιπα έπονται.
Ως ευκαιρία άσκησης πολιτικής αντιμετωπίστηκε ο κορονοϊός και από την κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στις δημόσιες τοποθετήσεις του τον ονομάζει «κινεζικό ιό». Η αμερικανική γεωστρατηγική της ανάσχεσης της σινικής ανόδου διαθέτει πολλά κοινά σημεία με εκείνη της ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Πρώτον, έχει δημιουργηθεί ένα πλέγμα συμμαχιών, δορυφορικών κρατών, θεσμικών σχημάτων και παρουσίας αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην περίμετρο της Κίνας, όπως συνέβαινε και έναντι της ΕΣΣΔ. Δεύτερον, οιαδήποτε σύγκλιση συμμάχου των ΗΠΑ με την Κίνα εκλαμβάνεται ως επιθετική κίνηση. Βλέπουμε τις χλιαρές αμερικανικές αντιδράσεις έναντι της Τουρκίας για την προμήθεια και ενεργοποίηση των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, αλλά οι αντιδράσεις θα ήταν σαφώς σφοδρότερες αν αυτά τα συστήματα ήταν κινεζικά (όπως και συνέβη το 2013 όταν η Άγκυρα έθετε μια τέτοια προμήθεια προς συζήτηση). Τρίτον, η Ουάσινγκτον απονομιμοποιεί με κάθε ευκαιρία την ήπια ισχύ της Κίνας αναδεικνύοντας τη βίαιη συμπεριφορά της αστυνομίας έναντι των διαδηλωτών στο Χονγκ Κονγκ (μετά ήρθαν οι διαδηλώσεις για τον George Floyd στις ΗΠΑ), αναφερόμενη σε αποσταθεροποιητικές ενέργειες στο επίπεδο της κινεζικής ναυτικής ισχύος ή σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και εσχάτως επιχείρησε να ταυτίσει το Πεκίνο με το ξέσπασμα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Παρόμοια διαρκής προσπάθεια απονομιμοποίησης έγινε και όσον αφορά τον κομουνισμό και το σοβιετικό κράτος επί σειρά δεκαετιών.
Μάλιστα, η απονομιμοποίηση της στρατηγικής εικόνας της Μόσχας εξακολουθεί έως και σήμερα σε ορισμένα επίπεδα. Γιατί δεν τέθηκε καν προς συζήτηση στη Δύση το ρωσικό εμβόλιο για τον κορονοϊό Sputnik-V;
Γιατί η Δυτική απόρριψη ήταν εξ υπαρχής και άνευ ελέγχου; Γιατί η ρωσική επιστημονική κοινότητα παραμένει στο περιθώριο και οι Δυτικές πολυεθνικές δεν θέλουν καν να ακούνε γι’ αυτήν; Η διεθνής πολιτική οικονομία και η οικονομία των φαρμακοβιομηχανιών έχει συγκεκριμένα θεμέλια, τα οποία οφείλουν να παραμείνουν φαινομενικά ατράνταχτα. Ποια είναι τα όρια της Δυτικής εμμονής στρατηγικού εξοβελισμού της Ρωσίας και από ποιο σημείο και έπειτα μπορούμε να μιλάμε για «στρατηγική εμπάθεια»; Ας σκεφτούμε το ενδεχόμενο η παγκόσμια υγειονομική κρίση να έληγε και να βρισκόταν λύση στο αδιέξοδο χάρη στη Ρωσία…
Τα ανωτέρω συνθέτουν ένα ενδεικτικό πλαίσιο θεμάτων διεθνούς πολιτικής, τα οποία γεννώνται ή οξύνονται εξαιτίας της πανδημίας. Το βέβαιο είναι ότι το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον θα δώσει τροφή και στο μέλλον για εργαλειοποίηση προκλήσεων, οι οποίες κατά βάση αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Παρόμοιες ή και οξύτερες υγειονομικές κρίσεις, η κλιματική αλλαγή ή η έλλειψη ζωτικής σημασίας φυσικών πόρων θα επιβαρύνουν καθοριστικά την πορεία των ανακατανομών ισχύος και θα καταδείξουν με καταιγιστικό τρόπο ότι εντέλει και στη διεθνή πολιτική «το χούι βγαίνει τελευταίο».