Όπως συμβαίνει στις διαπροσωπικές ή στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, έτσι και στη διεθνή πολιτική η ελευθερία και η ασφάλεια συνιστούν δύο καταστάσεις ή ζητούμενα που είναι αντιστρόφως ανάλογα. Επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση της ελευθερίας σου, περιορίζεις την ασφάλειά σου και το αντίστροφο. Ένα κράτος δίχως συμμάχους είναι αρκούντως αδέσμευτο, έτσι ώστε να θεωρείται και ανασφαλές.
Η ιδανική συνθήκη είναι η επίτευξη αυτονόμησης και η χάραξη πορείας ισχυροποίησης, με την ταυτόχρονη –και εύλογη– επίκληση των κατάλληλων συμμαχιών.
Πώς, όμως, μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί ένα κράτος να αποκομίζει τα οφέλη μιας συμμαχικής σχέσης δίχως να υποδουλώνεται; Όπως και πάλι συμβαίνει στις διαπροσωπικές ή στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, υπάρχει μια «χρυσή τομή» μεταξύ ασφάλειας και αυτονομίας, βάσει της οποίας γίνεται σεβαστή η ετερότητα του καθενός. Και αν μεταξύ φίλων ή μελών της ίδιας οικογένειας η «χρυσή τομή» δύναται – κάποιες φορές – να βρεθεί δίχως όρους και προϋποθέσεις καθώς σε αυτό το επίπεδο σχέσεων υφίσταται ηθική, στις διεθνείς σχέσεις το σημείο αυτό είναι εκείνο όπου διαπιστώνεται επαρκής στρατηγική δέσμευση.
Η λογική είναι απλή: Συμμαχώ μαζί σου και συμβάλλω στην ασφάλειά σου, καθότι μου προσφέρεις κάτι που δεν μπορεί άλλος να μου προσφέρει, και είναι πιο πολύτιμο για εμένα εν σχέσει με μια ενδεχόμενη διάρρηξη της σχέσης μας.
Προφανώς και υπάρχουν και άλλοι τύποι διακρατικών σχέσεων, εκτός των πελατειακών που μόλις σκιαγραφήθηκαν. Ωστόσο, για μια μικρή δύναμη η οποία αποζητά ισχυρούς συμμάχους, ο στόχος πάντοτε οφείλει να είναι η διαμόρφωση πελατειακών σχέσεων. Σε αντίθετη περίπτωση, είτε ο ισχυρός σύμμαχός μου δεν θα είναι αρκούντως πιστός σε μένα σε ενδεχόμενη δύσκολη περίσταση, είτε θα επέμβει αποκομίζοντας το σύνολο των κερδών και αφήνοντας σε μένα αποκλειστικά τις ζημιές του κράτους εμπροσθοφυλακής.
Μια ευρείας κλίμακας δέσμευση αυξάνει την ασφάλεια του επισπεύδοντος μέρους, ενώ μια φοβική περιορισμένου εύρους στρατηγική δέσμευση αφήνει έκθετο τον επισπεύδοντα δρώντα σε πιέσεις από τρίτα μέρη και κινητοποιεί τον βασικό αντίπαλο προς εξισορροπητικές στρατηγικές. Ιδιαιτέρως όταν η στρατηγική συμπεριφορά του ισχυρού μέρους απολαμβάνει χαλαρής διεθνούς νομιμοποίησης και είναι φύσει και θέσει αντιθετική προς τις στρατηγικές προτεραιότητες άλλων δυνητικών περιφερειακών συμμάχων, τότε ενδεχομένως η φοβική και συμπλεγματική υλοποίηση μιας συμμαχίας είναι χειρότερη από το να παρέμενες μόνος ως άλλο «γαλατικό χωριό».
Οι προσφάτως δημοσιευθείσες πληροφορίες περί προσπάθειας επαναπροσέγγισης Τουρκίας και Ισραήλ εγείρουν μια σειρά ερωτήματα για την ελληνική εξωτερική πολιτική:
Τι θα σημάνει ενδεχόμενη επαναπροσέγγιση για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων της Αθήνας και της Λευκωσίας; Τι δεν κάναμε ώστε να αποτρέψουμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Εν πάση περιπτώσει, είναι εφικτή μια τέτοια επαναπροσέγγιση;
Αρχικά και τηλεγραφικά, η Τουρκία παράγει ένα συγκεκριμένο αφήγημα της ηγέτιδας δύναμης του μουσουλμανικού κόσμου, στοιχείο που προβάλλει προκειμένου να συναλλάσσεται ως Μεγάλη Δύναμη στο πλανητικό γίγνεσθαι. Βασική πτυχή της εν λόγω στρατηγικής εικόνας ήταν και είναι η όξυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, ει δυνατόν με τον πλέον «θεατρικό» τρόπο, χάριν της προσέγγισης των εκατοντάδων εκατομμυρίων μουσουλμάνων. Η θυσία αυτής της στρατηγικής, καθώς και της συμπόρευσης με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, δεν θεωρείται πιθανή.
Όμως θεωρείται πιθανή η προσέγγιση επί ζητημάτων χαμηλής πολιτικής, με απώτερο σκοπό την απομόνωση της Ελλάδας και της Κύπρου, εξέλιξη εξόχως αρνητική για τον ελληνισμό και τη δυνατότητά του να υπερασπίζεται τα δίκαιά του στην Ανατολική Μεσόγειο και πέραν αυτής. Όπως έχει επισημανθεί και σε παλαιότερα κείμενα, η στρατηγική ευθυγράμμιση της Ελλάδας και του Ισραήλ συντελείται επί ευρύτερων διακυβευμάτων, τα οποία συμπλέκουν το πώς εντέλει αναγιγνώσκονται η Μέση Ανατολή, ο Καύκασος, η Βόρειος Αφρική και οι γειτονικές περιφέρειες από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Συνεπώς, η ελληνοϊσραηλινή στρατηγική συνεργασία πατά στις βάσεις ενός στέρεου και εμπεδωμένου αφηγήματος.
Με απλά λόγια, χάριν της γεωπολιτικής συγκυρίας, η Ελλάδα ξεκίνησε απευθείας με τρίτη ταχύτητα, και αντί να επιταχύνει, παρέμεινε σε αυτήν.
Αντί να προβάλλει ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο και να αυξήσει τη στρατιωτική παρουσία της στο ίσως σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του πλανήτη, διατυμπάνιζε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανεξάρτητη και δύναται να αποφασίζει μόνη της», σαν να πρόκειται για δήλωση του Έλληνα πρέσβη στην Μποτσουάνα… για την Μποτσουάνα. Αντί να εμβαθύνει περαιτέρω την εξοπλιστική συνεργασία, κυρίως όσον αφορά τα UAVs, η Ελλάδα προτίμησε να μιλά για «ακριβές ισραηλινές λύσεις» ενόσω δεν προτεινόταν καν μια εναλλακτική επιλογή και απορριπτόταν και η γαλλική επιλογή σε κρίσιμα επίπεδα εξοπλιστικής συνεργασίας. Αντί να ωθήσει την ενεργειακή συνεργασία, έχει φθάσει εν έτει 2020 να συζητά ακόμη για το πώς θα εκσυγχρονίσει –μέσω ΕΣΠΑ– το ερευνητικό σκάφος του ΕΛΚΕΘΕ με (παραδοσιακό ελληνικό) χρονικό ορίζοντα το 2025 και να διοργανώνει επικοινωνιακού επιπέδου εκδηλώσεις για τον East Med, σαν οι Ισραηλινοί να είναι ιθαγενείς που θα εντυπωσιάζονταν με καθρεφτάκια. Αντί να εξετάσει πώς θα μπορούσε να μεταβάλλει το αφήγημα της εξωτερικής πολιτικής της με γνώμονα τα νέα δεδομένα, όταν ο Νετανιάχου κατήγγειλε την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και την επιθετική στρατηγική της Άγκυρας στο Αιγαίο και στον Έβρο, η Ελλάδα επέμεινε να τείνει χείρα φιλίας προς τους «αδελφούς Παλαιστίνιους» οι οποίοι –διά του προέδρου τους Μαχμούντ Αμπάς– συνέχαιραν τον Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί.
Αυτές είναι παθογένειες ενός συστήματος λήψης αποφάσεων σε αποδρομή, και κάθε ανταγωνιστικός στρατηγικός δρων –όπως η Τουρκία– με μια τυπική στρατηγική δυνατότητα, είναι εύλογο και αναμενόμενο να τις εκμεταλλευτεί. Αντιστρόφως, ήταν παράθυρα ευκαιρίας αύξησης της στρατηγικής δέσμευσής μας με έναν κρίσιμο πόλο ισχύος, τα οποία επιλέξαμε να διατηρούμε μισάνοιχτα μέσω στρατιωτικών ασκήσεων και πολυσήμαντων δηλώσεων. Εντούτοις, σε ιστορικές φάσεις ραγδαίας ανακατανομής ισχύος απαιτείται τόλμη και αποφασιστικότητα, προκειμένου μετά τα γεγονότα «να μη μας φταίνε οι ξένοι».