Μπορεί να περιμένει κανείς κάτι από την συνάντηση, τη Δευτέρα, των αντιπροσωπειών Ελλάδας και Τουρκίας για τις διερευνητικές; Όχι. Τότε, γιατί γίνεται; Για να σωθούν τα προσχήματα εκατέρωθεν. Ό,τι και να λέγεται το παιχνίδι είναι γεωπολιτικό. Και, παίζεται, κυρίως από τις ΗΠΑ. Άρα, πριν οι ΗΠΑ διατυπώσουν, και αρχίσουν να αναπτύσσουν, τη νέα πολιτική τους όλα είναι μετέωρα.
Δύο είναι οι μεγάλες ενότητες. Η πρώτη το αν η Ελλάδα θα έχει ΑΟΖ που θα εφάπτεται της κυπριακής και η δεύτερη η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Η απάντηση σ αυτά αποτελεί την ουσία. Τα άλλα είναι διαδικαστικά.
Αν αποδοθεί γεωπολιτικός ρόλος στην Ελλάδα το Καστελόριζο πρέπει να έχει πλήρη επήρεια. Αν όχι, η επήρειά του θα είναι περιορισμένη. Δυστυχώς, δεν έχουμε το εκτόπισμα να επιζητούμε και να επιβάλλουμε την παρουσία μας. Ετεροκαθοριζόμαστε. Και αυτός ό έτερος δεν είναι η «Ένωση», με πολύ έντονα εισαγωγικά, στην οποία ανήκουμε.
Τα κράτη της Ένωσης από τη Γερμανία μέχρι τη Μάλτα συντάσσονται στη γραμμή αναζητώντας τη συνεργασία της Τουρκίας.
Δεν ενδιαφέρονται για καμιά κοινότητα συμφερόντων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν υπάρχει τέτοια κοινότητα είναι προσχηματική. Ο καθένας κοιτάζει το στενό, δικό του συμφέρον. Η Ευρώπη δεν έχει κοινές αξίες πέραν ορισμένων γενικόλογων φιλοσοφικών. Η Ευρώπη δεν μπορεί να διαδραματίσει γεωπολιτικό ρόλο παρά μόνο αν της παραχωρηθεί από τις ΗΠΑ. Και αν ανθίζουν κάποια χαμόγελα στις Βρυξέλλες είναι γιατί η νέα αμερικανική διοίκηση επιθυμεί να βάλει την Ευρώπη στο παιχνίδι. Αλλά ο ρόλος αυτός είναι δοτός.
Το γεωπολιτικό παιχνίδι θα το κάνουν οι ΗΠΑ. Και εκεί θα πρέπει να αναζητηθεί η απάντηση στο ερώτημα για ποιο ρόλο προορίζουν την Ελλάδα. Άρα πρέπει να εκδηλωθεί, πρώτα, η αμερικανική πολιτική για να δούμε στη συνέχεια και τις απαντήσεις στα ελληνοτουρκικά.
Αφού αυτές τις απλές σκέψεις τις έχουν κάνει στην Αθήνα και στην Άγκυρα, τότε προς τι η συνάντηση;
Η ελληνική κυβέρνηση πηγαίνει για να μην κατηγορηθεί ως αδιάλλακτη. Η τουρκική γιατί προετοιμάζεται για την ανάπτυξη της πολιτικής της στο νέο περιβάλλον που καθορίζεται από δύο παραμέτρους. Την εκλογή Μπάιντεν και την προσέγγιση του αραβικού κόσμου με το Ισραήλ. Και οι δύο παράμετροι αποτελούν καταλύτες στην νέα τουρκική πολιτική. Αλλά σημαντικό είναι και κάτι που αποδόθηκε στον Αχμέτ Νταβούτογλου: ότι ο Ερντογάν θα πέσει με πραξικόπημα.
Οι πολιτικές και η χρονική συγκυρία θέλουν τις κατάλληλες ηγεσίες. Ο Ερντογάν είναι ένα πρότυπο ηγέτη που λειτούργησε στο μέχρι σήμερα περιβάλλον της περιοχής. Είναι ακατάλληλος να συνεχίσει. Άλλο, όμως, Ερντογάν και άλλο Τουρκία. Η Τουρκία υπήρχε και θα υπάρχει και μετά τον Ερντογάν. Με ποια πολιτική, όμως;
Είμαστε στη φάση διαμόρφωσής της. Η διερευνητική της Δευτέρας μπορεί να αποτελεί και γα την Τουρκία πρόσχημα να δείξει πόσο διαλλακτική είναι αλλά μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία μιας νέας ανάγνωσης των ελληνοτουρκικών.
Για να εξηγούμεθα: Λύση στα ελληνοτουρκικά δεν πρέπει να περιμένουμε. Είναι μεγάλες οι διαφορές.
Για να το πω πολύ απλοϊκά, αν πάμε στη Χάγη με βάση την τουρκική προσέγγιση στις διερευνητικές, το Δικαστήριο θα αποφανθεί ακόμη και για το αν είναι ελληνικά νησιά που ανήκουν στην Ελλάδα σήμερα και κατοικούνται από ελληνικό πληθυσμό. Υπάρχει κανείς πολιτικός στη χώρα που θα δεχόταν τέτοια εκχώρηση σε ένα διεθνές δικαστήριο;
Το να δεχθεί η Τουρκία να πάνε οι δύο χώρες στη Χάγη με βάση την ελληνική θέση περί συζητήσεως μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι το ίδιο ουτοπικό.
Επιπλέον, στην Ελλάδα δύσκολα αποκρύπτεται η διαφορά στην προσέγγιση των ελληνοτουρκικών μεταξύ πρωθυπουργού (που μιλά ενίοτε και για θαλάσσιες ζώνες) και υπουργού εξωτερικών που μιλά για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πιστεύω να υποχωρήσει ούτε ο κ. Μητσοτάκης στις τουρκικές αξιώσεις αλλά ο κ. Δένδιας δεν θα το κάνει με τίποτε. Διότι, εκτός των άλλων προσβλέπει και στη διαδοχή. Και μια ήττα στα ελληνοτουρκικά (γιατί περί ήττας θα πρόκειται αν η Τουρκία επιβάλλει την βούλησή της) θα τον οδηγήσει σε πλήρη απαξίωση.