Επειδή η εξουσία απομονώνει από το λαό, το ερώτημα αν θέλει να αυτοκτονήσει ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι ανεδαφικό. Ο Έλληνας πρωθυπουργός και η ομάδα των συμβούλων του με ορισμένες από τις επιλογές τους δίνουν την εντύπωση πως θέλουν να κρυφθούν πίσω από άλλους για να περάσουν την πολιτική τους.
Το Σκοπιανό ήταν ένα από αυτά τα θέματα. Η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη κρύφθηκε πίσω από τις αριστερές ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερά έβλεπε την αναγνώριση «Μακεδονίας» εκτός ελληνικών συνόρων ήδη από το 1945. Από νωρίτερα την έβλεπε αλλά ας περιορισθούμε στο χρονικό διάστημα που ελέγχουμε.
Ως κυβέρνηση, η ΝΔ έχει κάποιον φόβο να υλοποιήσει την πολιτική της για τον εμβολιασμό των πολιτών και κατέφυγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία πρότεινε να μην μπορούν να ταξιδέψουν με αεροπλάνο όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί. Φυσικά εισέπραξε άρνηση από μια ομάδα ευρωπαϊκών χωρών που θεωρούν το άτομο και τα δικαιώματά του στο επίκεντρο της πολιτικής τους.
Η Χάγη είναι μια τρίτη καταφυγή του κ. Μητσοτάκη. Προτείνει την προσφυγή στη Χάγη για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διαφοράς (υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ) διότι θέλει να επικαλεστεί μια υπέρτατη δύναμη που του επιβάλλει κάτι να κάνει. Και να μην εμφανιστεί ως δική του επιλογή. Πόσο, όμως, η κυβέρνηση, η γραφειοκρατία του ΥΠΕΞ και όσες δεξαμενές σκέψεις διαθέτει η Ελλάδα έχουν μελετήσει την Χάγη και τις πιθανότητες που έχει η χώρα να δικαιωθεί;
Δεν ενδιαφέρει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και την πολιτική τάξη που συμπλέει με τις απόψεις της το θέμα αυτό. Το πλαστό επιχείρημά τους είναι ότι αφού η Ελλάδα είναι υπέρ του Διεθνούς Δικαίου η απόφαση της Χάγης πρέπει να γίνει σεβαστή. Δεν έχουμε να κάνουμε, όμως, με ένα παιχνίδι ηλεκτρονικής προσομοίωσης χάριν μαθήματος διδασκαλίας σε κάποια νομική σχολή. Στον πραγματικό κόσμο η προσφυγή στη Χάγη είναι και μια επιλογή με πολιτικές διαστάσεις. Και η απόφαση μπορεί να είναι και πολιτική.
Άλλωστε, η αρχή της επιείκειας με την οποία, ενίοτε, αποφασίζει η Χάγη δεν έχει υποκειμενικά και πολιτικά χαρακτηριστικά;
Αλλά, όπως υποστηρίζουν πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει, οι πολύχρονες, άτυπες διαπραγματεύσεις έχουν οδηγηθεί σε ένα σημείο όπου οι δύο πλευρές οδηγούνται στη σύνταξη ενός συνυποσχετικού το οποίο ουσιαστικά θα υποδεικνύει στο δικαστήριο τι να αποφασίσει. Δηλαδή, Ελλάδα και Τουρκία θα έχουν συμφωνήσει αλλά για να περάσουν στους λαούς τους τις υποχωρήσεις (βασικά η Αθήνα), θα πρέπει η συμφωνία να επικυρωθεί από την Χάγη για να παρουσιαστεί ως απόφαση του δικαστηρίου που πρέπει να γίνει σεβαστή.
Ο κ. Μητσοτάκης θα γλυτώσει τον πολιτικό αυτοχειριασμό διότι η Τουρκία έχει ανελαστική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Αποκλείεται να μην θέσει στο τραπέζι όλα τα ζητήματα που έχει εγείρει. Αν ο κ. Μητσοτάκης δεχθεί να τα συζητήσει θα πρέπει η ελληνική κοινωνία να αντιδράσει. Αλλά δεν θα υποχωρήσει ο Μητσοτάκης στο σημείο αυτό.
Όχι, μόνο, διότι ό,τι και να λένε τα εθνικά θέματα απαξιώνουν, μέχρι που εξαφανίζουν πολιτικούς. Τα Ίμια τον Σημίτη και τον Πάγκαλο, το Σκοπιανό τον Τσίπρα και τον Κοτζιά, ενδεχόμενη υποχώρηση στην Τουρκία τον Μητσοτάκη, τον Δένδια και τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά και διότι η Αθήνα κατάφερε να περιορίσει την εμβέλεια του Σκοπιανού ως ενός θέματος που αφορούσε την εθνικιστική φαντασίωση του βόρειου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, ενώ τα ελληνοτουρκικά απασχολούν περισσότερο πολιτικό σύστημα και κοινωνία.
Έτσι, οι συνομιλίες γίνονται για να γίνουν. Αν υπάρχει πίεση αυτή θα προέρχεται περισσότερο από τη Γερμανία, με την φιλότουρκη πολιτική της, παρά από τις ΗΠΑ που βρίσκονται σε μια φάση επαναπροσδιορισμού της δικής τους πολιτικής στην περιοχή. Τέλος, θα ήταν τραγικό σφάλμα η Ελλάδα να δεσμευθεί σε οτιδήποτε στις συνομιλίες ενόσω μια νέα κυβέρνηση αναλαμβάνει στην Ουάσινγκτον και το κλίμα δεν είναι ευνοϊκό για τον Τούρκο πρόεδρο.