Οι ρίζες του ήταν στον Πόντο. Οι πρόγονοί του, διωγμένοι από τους Νεότουρκους, έφυγαν από την Καππαδοκία το 1920 και σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία: άλλοι στην ηπειρωτική Ελλάδα, άλλοι στην Κρήτη, άλλοι στα Δωδεκάνησα. «Οι περισσότεροι συγγενείς μας εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο. Πώς βρέθηκαν οι γονείς μου εδώ ούτε που το κατάλαβαν…» έλεγε.
Το «εδώ» –το δικό τους και στη συνέχεια των πέντε αδερφιών του και το δικό του– ήταν η Κάλυμνος και η Τέλενδος, ένα βραχώδες νησάκι μια σταλιά απέναντι από το Μασούρι, με περίπου 40 μόνιμους κατοίκους. Εκεί έζησε ο Γιάννης Ζωίδης και δημιούργησε· όχι μόνο μια όμορφη οικογένεια με δύο παιδιά και το μικρό βιος του (μια ταβέρνα και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια), αλλά κυρίως ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις με ντόπιους και με ξένους.
Με το που έβγαιναν οι τουρίστες από το καΐκι που καθημερινά εκτελεί το δρομολόγιο Κάλυμνος-Τέλενδος βρίσκονταν μπροστά στην αυλή της «Ρίτας», του εστιατορίου του ίδιου και της συζύγου του. Και εκείνος, ψηλόλιγνος και με το χαρακτηριστικό παχύ μουστάκι του, ήταν πάντα εκεί, ευθυτενής, χαμογελαστός, ευπροσήγορος· όχι για να προσελκύσει πελάτες στην επιχείρησή του, μα για να τους υποδεχθεί με ανυπόκριτη ζεστασιά στον τόπο του.
Οι αναρριχητές, που κάθε χρόνο κατά χιλιάδες επισκέπτονται την Κάλυμνο και την Τέλενδο, χωρίς υπερβολή, τον λάτρευαν. Ήταν, άλλωστε, από τους πρώτους που είχαν δει τη δυναμική του αναρριχητικού τουρισμού και είχαν συμβάλει στην εδραίωση και την ανάπτυξή του. Είχε γίνει μάλιστα παθιασμένος αναρριχητής και ο ίδιος!
Εδώ και λίγες ημέρες, όταν έγινε γνωστή η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του, από εγκεφαλικό, στα 66 του χρόνια, άνθρωποι από διάφορες χώρες γράφουν συντετριμμένοι για το χαμό του «δικού τους Γιάννη» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: η Βερονίκ από τη Γαλλία, ο Τζον από τη Βρετανία, ο Ρούπερτ από την Αυστρία, ο Τζιοβάνι από την Ιταλία, η Πέτρα από τη Γερμανία, ο Λαρς από τη Νορβηγία, ο Μάρσιν από την Πολωνία και πολλοί άλλοι.
Εκατοντάδες μηνύματα θα διαβάσει κανείς για τον Έλληνα που τους έκανε να νιώσουν σαν στο σπίτι τους και ήταν εκεί όποτε χρειάστηκαν τη βοήθειά του – εκατοντάδες μικρούς επικήδειους…
«Θα σας περιμένω του χρόνου. Και να θυμάστε: ο τελευταίος γύρος μπίρες θα είναι πάντα κερασμένος από μένα», μας είχε πει τον Οκτώβρη, ξεπροβοδίζοντάς μας, ο Γιάννης της Τελένδου, ένας άοκνος βιοπαλαιστής του τουρισμού μας και ταυτόχρονα ένας ταπεινός και πολύτιμος πρεσβευτής της ελληνικής φιλοξενίας σε όλον τον κόσμο.
- Αναδημοσίευση από την Καθημερινή / Τασούλα Επτακοίλη.