«Παίρνεις ένα κομμάτι μικρό ζύμη και το πλάθεις μες στις φούχτες σου, για να μαλακώσει. Το κάνεις μπαλάκι και τ’ ακουμπάς απάνω σε μια φαγιάντσα. Το πατηκώνεις με τη φούχτα σου να πλατύνει, ακουμπάς απάνω τη φόρμα, τηνε ζουλάς λίγο, για να σταμπάρεις τον δικέφαλο αετό. Κι όση ζύμη περ’σέψει όξ’ απ’ τη φόρμα, τηνε κόβεις σύρριζα με το μαχαίρι. Σηκώνεις τη φόρμα απ’ τη ζύμη κι ο αετός είν’ έτοιμος…».
Στη Σμύρνη η βασιλόπιτα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει στολισμένο τον δικέφαλο αετό. Όλα σχεδόν τα σπίτια είχαν ένα ξύλινο καλούπι σε σχήμα αυγουλωτό και μακρουλό με μυτερές τις δύο άκρες. Στη μία πλευρά είχε σκαλισμένο τον αετό με ανοιγμένα φτερά και την ουρά, και πάνω από τα κεφάλια ένα σταυρουδάκι. Στην άλλη πλευρά είχε ένα μικρό εξόγκωμα για να μπορείς να το πιάσεις.
Αν η πίτα δεν ήταν σταμπωμένη με τον δικέφαλο αετό δεν τη θεωρούσαν για «βασιγιόπιτα».
Στα Βουρλά της Σμύρνης η πίτα ζυμωνόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ως στόλισμα, εκτός από τον δικέφαλο αετό, είχε ακόμα αμύγδαλα και γαρίφαλα με τα οποία έγραφαν τη χρονολογία.
Και η βασιλόπιτα στα σπίτια του Τσεσμέ (Κρήνη) είχε τον δικέφαλο. Τοποθετούνταν στο κέντρο του τραπεζιού και γύρω της έβαζαν φρούτα, γλυκά και ένα ποτήρι νερό. Μετά την κοπή της, αργά τα μεσάνυχτα, όλα τα κεράσματα παρέμεναν στο τραπέζι, για τον Αϊ-Βασίλη.
Στην Αρτάκη της Κυζίκου έφτιαχναν δύο βασιλόπιτες. Μία με προζύμι που την έκοβαν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, και μία με φύλλα ζύμης για την επόμενη ημέρα. Τα πρώτα κομμάτια που έβγαζε ο νοικοκύρης (αφού σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές) ήταν για τον Χριστό και τον Άγιο Βασίλη.
Στην Κίο της Βιθυνίας, στην Προποντίδα, η νοικοκυρά όταν έφτιαχνε την πίτα την παραμονή πατούσε τη σφραγίδα με τον αετό τέσσερις φορές σταυρωτά, με τα κεφάλια στη μέση. Το βράδυ, όταν είχε ψηθεί, την έβαζαν στην άκρη του τραπεζιού, να ακουμπάει στον τοίχο. Ο νοικοκύρης με ένα κλαδί στο χέρι ακουμπούσε τη βασιλόπιτα και έλεγε: «Με το καλό να μπει ο Αϊ-Βασίλης, να είμαι γερός να ξανακάμουμε την πίτα». Κατόπιν τα μέλη της οικογένειας κρεμούσαν χρυσά αντικείμενα με την ευχή «και του χρόνου». Την έκοβαν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, μετά την εκκλησία.
Στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) το ζύμωμα γινόταν με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και μυρωδικά. Το στόλισμα της πίτας ήταν με έναν μεγάλο σταυρό τον οποίο η νοικοκυρά τον έκανε με πιρούνι, για τη γλωσσοφαγιά, για να βγαίνουν τα μάτια των εχθρών. Επίσης, χρησιμοποιούσε ένα κλειδί για να κάνει διάφορα άλλα στολίδια, για να κρατούν το στόμα τους κλειστό όσοι κουτσομπολεύουν την οικογένεια. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας και το τρίτο του Αγίου Βασιλείου. Εκείνος που έβρισκε το φλουρί δεν το κρατούσε, μιας και το «εξαγόραζε» η νοικοκυρά προκειμένου να μείνει στο σπίτι, για γούρι.
Στα Φάρασα της Καππαδοκίας τη βασιλοκουλούρα, όπως την έλεγαν τη βασιλόπιτα, την έπαιρνε στο χέρι ο νοικοκύρης, έκανε το σταυρό του, τη φιλούσε και στη συνέχεια την περίφερε στα άλλα μέλη της οικογένειας για να κάνουν το ίδιο. Όποιος έβρισκε το γρόσι δεν το ξόδευε αλλά το κρατούσε για τον επόμενο χρόνο.
- Απόσπασμα από το Εδεσματολόγιον των Χριστουγέννων των αλησμόνητων πατρίδων της Έφης Γρηγοριάδου (εκδ. Σαββάλας)