Το ποντιακό αντάρτικο αποτέλεσε την ποντιακή αντίδραση στους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις εκτοπίσεις και την επιστράτευση στα «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας). Μάχονταν στον τόπο που γεννήθηκαν και που οι πρόγονοί τους υπήρξαν για περίπου 3.000 χρόνια.
Εξαιτίας της επιστράτευσης στα τάγματα εργασίας, που ήταν μια μέθοδος εξόντωσης του ανδρικού πληθυσμού, δημιουργήθηκε ένα πλήθος φυγόστρατων και λιποτακτών οι οποίοι άρχισαν να κρύβονται στα βουνά. Οι Νεότουρκοι το χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία για τις τρομερές ακρότητες που διέπραξαν σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού.
Από τις πρώτες εκδηλώσεις του αντάρτικου ήταν στην ηρωική Σάντα, στην οποία για πολλά χρόνια δεν πάτησε το πόδι του Τούρκος.
Στις 20 Απριλίου 1915 εμφανίστηκε ο Ομέρ Τσαούς, λιποτάκτης του οθωμανικού στρατού με βαριά οπλισμένους στρατιώτες, και ζήτησε από τους προύχοντες του χωριού να του παραδώσουν τους λιποτάκτες και τους φυγόδικους. Καίγοντας και λεηλατώντας τα σπίτια, συγκέντρωσε πενήντα άνδρες οι οποίοι μαρτύρησαν με τραγικό τρόπο.
Οι πρώτες αντάρτικες εκδηλώσεις ήταν αντίδραση στις νεοτουρκικές ωμότητες και όχι επιδίωξη δημιουργίας ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Η προσπάθεια για ανεξαρτησία ή αυτονομία του Πόντου θα εκδηλωθεί μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και σε αυτήν δεν θα συμμετάσχουν μόνον Πόντιοι αντάρτες αλλά και ολόκληρος ο ποντιακός ελληνισμός της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Από τις πρώτες αντάρτικες ομάδες ήταν εκείνη του Βασίλειου Ανθόπουλου (Βασίλ αγά), η οποία δημιουργήθηκε το 1916 στην περιοχή της Σεβάστειας.
Ο Ανθόπουλος πίστευε στη «γενική επανάσταση» όλων των Ποντίων, η οποία θα αξιοποιούσε την ρωσοτουρκική σύγκρουση.
Ο σημαντικότερος ίσως οπλαρχηγός την περίοδο 1916-1918 υπήρξε ο Αντών’ Πασάς, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να συνενώσει και να ηγηθεί όλων των ποντιακών αντάρτικων σωμάτων. Δολοφονήθηκε όμως από έναν συμπατριώτη του. Την ηγεσία της αντάρτικης ομάδας του ανέλαβε η γυναίκα του, η θρυλική Πελαγία.
Τον Νοέμβριο του 1916 ο Αυστριακός πρόξενος στη Σαμψούντα τηλεγραφούσε στην υπηρεσία του σχετικά με το ποντιακό αντάρτικο και τις τουρκικές δικαιολογίες: «Δεν επιτρέπεται να μην σκεφθεί κανείς το μεγάλο αριθμό αθώων, την καταπίεση δια των Τούρκων, τη βουλιμία τους για την πλούσια ελληνική περιουσία και την εχθρότητα του ρεύματος του παντουρκισμού προς τον χριστιανισμό».
Ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης, που ήταν μεταξύ αυτών που οργάνωσαν τις αντάρτικες ομάδες σωτηρίας του άμαχου πληθυσμού, γράφει, σχετικά, στα απομνημονεύματά του: «Το 1916 άρχισαν οι εκτοπισμοί των Ελλήνων με σκοπό το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες. Οι άντρες των πόλεων στέλνονταν μακριά, στο εσωτερικό, δήθεν για να εργαστούν, μα εκείνοι οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και τον εξανθηματικό τύφο.
Σε λίγο άρχισε και ο εκτοπισμός στα χωριά. Μα τα γυναικόπαιδα, υποχρεωμένα να περνούν ψηλά χιονισμένα βουνά μέσα στην καρδιά του χειμώνα –ήταν Γενάρης– πέθαιναν σωρηδόν στο δρόμο απ’ το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες».
Αναφέρεται επίσης στη γνωριμία του με δύο εγκληματικές φυσιογνωμίες, τον Ραφέτ Πασά και τον Βαχαδεδίν, και τα τρομερά εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος Ποντίων – αντρών, γυναικών και παιδιών, αλλά και ολόκληρων χωριών.
Η προσβολή της οικογενειακής τιμής και τα δεινοπαθήματα των οικείων όσων δεν ήθελαν να καταταγούν στον τουρκικό στρατό, διότι γνώριζαν την τύχη που τους περίμενε, αποτέλεσαν τις αιτίες για τον πυρήνα των αντάρτικων ομάδων που σχηματίστηκαν στον Πόντο.
Μεταξύ ανατολικού και δυτικού Πόντου υπήρχε μια διαφορά: η κατάληψη του ανατολικού από τον ρωσικό στρατό. Για δύο χρόνια, από το 1916 ως την αποχώρηση των Ρώσων στρατιωτών από την περιοχή, το 1918, η διοίκησή της είχε ανατεθεί σε επιτροπή στην οποία προέδρευε ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος. Επέδειξε μετριοπάθεια στην αντιμετώπιση των μουσουλμάνων της περιοχής αλλά η άλλη πλευρά, όταν υποχωρούσε, προέβαινε σε καταστροφές ακόμη και βιασμούς γυναικών.
Οι Έλληνες του δυτικού Πόντου, που ζούσαν κάτω από τη στρατιωτική κατοχή των Νεότουρκων, υπέστησαν νωρίτερα όλες τις μεθόδους γενοκτονίας που εφαρμόστηκαν το 1915 σε βάρος των Αρμενίων.
Οι Πόντιοι αντάρτες ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειψαν, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα βουνά του Πόντου, το 1924.