Τις μεγάλες βραδιές του χειμώνα τα παιδιά που κλείνονταν από νωρίς στο σπίτι συνήθιζαν να παίζουν το ασίχ (και αλτσίχ), τα «κότσια» όπως είναι γνωστά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Βασικό… συστατικό ήταν ένας αστράγαλος από πόδι γουρουνιού, αρνιού ή μοσχαριού.
Η μία πλευρά ήταν ο «βασιλέας», η αντίθετη ο «βεζίρτς» (ή «γαϊσάς», λουριάς), η καμπυλωτή πλευρά ο «ψωμάς» (φούρναρης), και η αντίθετή της, η βαθουλωτή, ο «κλέφτες».
Το παιχνίδι παιζόταν από τρία και περισσότερα παιδιά που κάθονταν σε κύκλο και έριχναν το ασίχ με τη σειρά για τη διανομή των ρόλων. Πρώτα έριχναν ποιος θα πάρει το ρόλο «βασιλιά», ο οποίος συνοδευόταν από ένα μικρό ραβδί (το σκήπτρο)· μετά έριχναν ποιος θα πάρει τον «βεζίρη», δηλαδή το λουρί από το παντελόνι ενός αγοριού, και ύστερα άρχιζε το κυρίως παιχνίδι.
Ο «βασιλιάς» κρατούσε το σκήπτρο και ο «βεζίρης» το λουρί. Αν ο πρώτος που έριχνε έφερνε τον «κλέφτη», ο «βασιλιάς» διάταζε τον «βεζίρη» να του δώσει με το λουρί στις παλάμες όσες ξυλιές ήθελε. Αν έφερνε «βασιλιά», έπαιρνε το σκήπτρο και έπαιζε αυτός το ρόλο του βασιλιά. Αν έφερνε «βεζίρη», έπαιρνε το λουρί. Αν έφερνε «ψωμά» δεν συνέβαινε τίποτε. Έριχνε άλλος, έπειτα άλλος κ.ο.κ.
Αν ο αστράγαλος στεκόταν όρθιος, φώναζαν τα παιδιά «τίκια» ή «τρόγκολος» και ξανάριχνε ο ίδιος παίχτης.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.