Μαρτυρία ενός νέου από το Καπέκκλησε της Τρίπολης για τις πορείες θανάτου. Την καταγράφει ο Γ.Ν. Λαμψίδης στο έργο του «Τοπάλ Οσμάν».
Όταν είδαν και αποείδαν οι φευγάτοι στα βουνά πατριώτες μου πως δεν θα έρθουν οι Ρώσοι, κατέβηκαν και παραδόθηκαν στους Τούρκους. Οι τροφές τούς είχαν τελειώσει και τα γυναικόπαιδα δεν άντεχαν πια. Όμως τι να σας πω, τι είδαν τα μάτια μου. Ήταν τόσο φοβερό. Μερικούς τους σκότωσαν αμέσως ή τους σφάξανε μπροστά στα μάτια μας, και τους άλλους τους άρχισαν με χοντρά ραβδιά στο ξύλο.
Όταν πια τελείωσαν όλα αυτά, μας ανάγκασαν όλους να γδυθούμε, άντρες και γυναίκες, και να βαδίσουμε. Βαδίσαμε έτσι σ’ αυτά τα χάλια δύο μέρες μέσα στα βουνά.
Ο ένας ντρεπόταν τον άλλο και οι κακόμοιρες οι γυναίκες μας προσπαθούσαν να σκεπαστούν με τα κουρέλια και τα τσουβάλια που βρήκαν σ’ ένα έρημο ελληνικό χωριό.
Μας πήγαιναν στο Καράχισαρ. Για να πάμε στο Καράχισαρ έπρεπε να περάσουμε το βουνό Εΐριπελ που ήταν χιονισμένο. Κρύος παγωμένος αέρας τρυπούσε τα γυμνά κορμιά μας. Εκεί ήταν το τέλος. Κάπου 450 ψυχές πάγωσαν στο Εΐριπελ. Το πρώτο χιόνι είχε σκεπάσει όλους. […]
Μάνα μου, μάνα μου. Την κρατούσα ως την τελευταία στιγμή. Και τον Ισαάκ, τον μικρότερο αδερφό μου, τον έσερνα από το χέρι, ώσπου τον άφησα κάτω. Δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Νικόλα, μου είπε, κρυώνω, παγώνω. Και έκλεισε το στόμα του. Πάγωσε. Τρεις σωθήκαμε. Εγώ έφυγα και πήγα στο Τζαλ, βρήκα ρούχα και έπεσα μέσα στα βουνά να βρω σωτηρία.
- Γ.Ν. Λαμψίδης, Τοπάλ Οσμάν, σ. 127-128.