Ο Γεώργιος Καλαϊδόπουλος με τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκε στο Οχυρό Δράμας. Το παρωνύμιο Ταβάρισον του το προσάρτησαν την εποχή που δούλευε με τους Ρώσους, όταν κατέλαβαν την Τραπεζούντα, και προέρχεται από τη ρωσική λέξη ταβάρις = σύντροφος, συστρατιώτης. Την αληθινή αυτή ιστορία ανέσυρα από τη μνήμη μου, όπως την άκουσα στα αλησμόνητα παρακάθια (νυχτέρια) του Οχυρού:
Όντες επαίρεν την απόφασιν ο Γιωρίκας ο Καλαϊτζόγλης (ο Ταβάρισσον) ας σην Δίρχαν τη Τραπεζούντας, να εβγαίν’ ’ς σο αντάρτικο τη Σάντας, η μάνα τ’ ερρούξεν κι επαρακαλ’νεν ατον να μη πάει. Εκείνος τιδέν ’κ’ έκουεν και είπεν ατεν: «Μάνα επαίρα την απόφασιν, θα πάω!».
Ο Γιωρίκας έτον ορφανός και τον τρανόν αδελφόν ατ’ τον Συμεών, εσάευεν ατον άμον πατέρα! Επήεν η μάνα τ’ επίασεν τον Συμεών και είπεν ατον: «Δέβα πε κάτ’ τον Γιωρίκαν, εσκώθεν να εβγαίν’ ’ς σο αντάρτικο».
Πάει ο Συμεώντς πιάν’ τον Γιωρίκαν και λέει ατον: «Νέπε, πού θα πας; Πουθέν δουλείαν ’κ’ έχ’ς!».
«Εγώ επαίρα την απόφασιν και ’κί αλλάζ’ ατο, θα πάω», είπεν ο Γιωρίκας!
«Νέπε, λέει ατον ο Συμεώντς, εκαικά να ελέπω το λέσσι σ’ ’κί θα κλώσκουμαι παίρω θάφτ’ ατο!». Και απαντά ο Γιωρίκας: «Εγώ να μη πάω, κι άμα πάω, ’ς σα σκατά απέσ’ πα να βάλετε με, εγώ τιδέν ’κί θα εγροικώ!».
Ας σο είδεν ο Συμεώντς, ο Γιωρίκας το ταπιάτ’ν ατ’ ’κί αλλάζ’, είπεν ατον: «Νέπε όντες εβγαίντς ας σο χωρίον, σύρον έναν φισέκ’ να τερείς το τιφέκι σ’ δουλεύ’, ατόσα χρόνια θαμμένο έτον!».
Όντες εξέβεν ο Γιωρίκας ας σο χωρίον, έσυρεν ένα φισέκ’ και το κουρσούμ’ έσσκισεν τα λίβεα!
Ας σο έκ’σαν την τουφεγκέαν έναν ξάι ησύχασαν, ενσόουντα το τιφέκ’ δουλεύ’!
Πώς έσωσε ο Καλαϊτζόγλης τον καπετάν Ευκλείδη Κουρτίδη
Οι αντάρτες της Σάντας είχαν γίνει πονοκέφαλος για τους Τούρκους! Στην περιοχή εκτός Σάντας δρούσαν και αντίστοιχες τουρκικές ανταρτικές ομάδες, οι οποίες κυρίως επιδίδονταν σε πλιάτσικο εναντίον των Ελλήνων. Μια μέρα ένας Τούρκος οπλαρχηγός κάλεσε τον καπετάν Ευκλείδη να συζητήσουν και να συμφωνήσουν για ειρήνη. Καλόπιστος ο καπετάν Ευκλείδης ετοιμάστηκε να πάει.
Του λέει ο Καλαϊτζόγλης: «Καπετάνιε, μην πας, είναι παγίδα, θέλουν να σε σκοτώσουν!».
Ο καπετάν Ευκλείδης δεν τον άκουσε, πήρε μαζί του δυο παλικάρια και ξεκίνησε. Ο Καλαϊτζόγλης ανησύχησε και δεν το σήκωνε η συνείδησή του να αφήσει τους Τούρκους να τον σκοτώσουν. Ξεκίνησε να πάει να τους ανταμώσει. Όταν έφτασε στο σημείο της συνάντησης, παρατήρησε ότι ένας από τους Τούρκους που συνόδευαν τον Τούρκο οπλαρχηγό, είχε το όπλο του στα γόνατα απασφαλισμένο και στραμμένο κατευθείαν στον καπετάν Ευκλείδη!
Ο Καλαϊτζόγλης πήγε και κάθισε σε μια θέση που να έχει στην ίδια ευθεία τόσο τον Τούρκο, που το όπλο του ήταν στραμμένο προς τον καπετάν Ευκλείδη, όσο και έναν άλλο. Τοποθέτησε και αυτός το όπλο επάνω στα γόνατά του με την κάνη στραμμένη επάνω τους. Έτσι, με μια σφαίρα να τους σκότωνε και τους δυο! Αθόρυβα και με τρόπο απασφάλισε κι αυτός το όπλο του και ήταν σε ετοιμότητα.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν με ποιον είχαν να κάνουν και δεν τόλμησαν να προχωρήσουν το σχέδιό τους να δολοφονήσουν τον καπετάν Ευκλείδη! Μετά από λίγη ώρα αποχώρησαν αμφότεροι χωρίς δυσάρεστη εξέλιξη.
Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος (Κανλικέτες)