Τα μήλα ήταν από τα περισσότερο διαθέσιμα φρούτα στον Πόντο, ιδιαίτερα το χειμώνα, μια εποχή όπου οι πηγές βιταμίνης C ήταν περιορισμένες. Ως καρπός ευρείας κατανάλωσης αναφέρεται συχνά στη λαογραφία. Στην Τρίπολη υπάρχει η παροιμία «τ’ εσά τα μήλα όταν ανθούν, τ’ εμά τα δόντια ρούζ’νε» (όταν ανθίσουν οι δικές σου μηλιές τα δικά μου δόντια θα έχουν πέσει)· λέγεται για ό,τι καθυστερεί υπερβολικά, έτσι ώστε να καθίσταται στο τέλος ανώφελο. Ακόμα, τα μήλα ταυτίστηκαν με τη νεότητα και τη γονιμότητα και μεταφορικά αναφέρονται από τη λαϊκή μούσα:
Και ’ς σα κλωθογυρίσματά τ’ς, ελύγαν τα κουμπία τ’ς
κ’ εφάνθαν τα χρυσόμηλα τ’ς, τα λινοσκεπασμένα.
Η καλλιέργεια της μηλιάς αρχίζει από την προϊστορική εποχή, ενώ αναφέρεται από τον Όμηρο. Το όνομα μήλον (συνώνυμο του προβάτου) προέρχεται από το μαλύς (τριχωτός), εξαιτίας των τριχωτών φύλλων που έχουν πολλές ποικιλίες μηλιάς. Η μηλέα η κοινή προήλθε από το άγριο είδος Malus silvestris που κατάγεται από την περιοχή του Καυκάσου και του Τουρκεστάν. Η καλλιέργειά της αρχίζει από την προϊστορική εποχή και απολιθώματά της χρονολογούνται από το 3000 π.Χ.
Στην Ευρώπη διαδόθηκε αρχικά από τους Έλληνες και στη συνέχεια από τους Ρωμαίους. Σήμερα καλλιεργείται σε πολλές χώρες των πέντε ηπείρων, με εύκρατο έως ψυχρό κλίμα.
Ο Θεόφραστος αναφέρει πολλές ποικιλίες μηλιάς όπως: δίφορος, οψίβλαστος, πρωίβλαστος, γλυκεία, εαρινή και αγρία. Ο Αθήναιος αναφέρει άλλες ποικιλίες: φαβλία, λακωνική, ηρινή, σιδουντία ή χνοωδία, μνημονεύει επίσης και μήλα δελφικά, γλυκέα, οξέα, φθινοπωρινά, θερινά, σητάνια, πλατάνια, μορδιανά και ορβικλάτα. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ηπειρωτικά, άγρια, εαρινά, μελίμηλα και γλυκύμηλα. Από τον πολτό των μήλων παραγόταν όπως και σήμερα ο μηλίτης οίνος (Πλούταρχος) και από τα ξερά μήλα η μάζα (Στράβων). Η καλλιέργεια της μηλιάς έλαβε μεγάλες διαστάσεις από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου όπως αναφέρει ο Αθήναιος (Ζ, 277): «κάλλιστα μήλα ευρών ο Αλέξανδρος περί Βαβυλωνίαν χώραν τούτων τε πληρώσας τα σκάφη μηλομαχίαν από των νέων εποιήσατο, ως την θέαν ηδίστην γενέσθαι».
Στον Πόντο, από την Αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, οι μηλιές συνοδεύονται από τις αχλαδιές στους κήπους των οπωροφόρων. Προφανώς επειδή έχουν παρόμοιο βιολογικό κύκλο, αλλά και επειδή οι εδαφολογικές και κλιματολογικές απαιτήσεις τους είναι ανάλογες. Αυτό μαρτυρεί και ο Θεόφραστος, ο οποίος αναφέρει πολλές ποικιλίες μήλων στην περιοχή: «άπιοι δε και μηλέαι (εν τω Πόντω) πλείσται και παντοδαπώταται και χρησταί» (Φυτ. Ιστ. 4, 5, 3). Συγκεκριμένα, στον Πόντο ήταν γνωστές οι εξής ποικιλίες μήλων:
- Αγουστόμηλα: Ωριμάζουν τον Αύγουστο.
- Αγρόμηλα ή αγρόμπηλα: Άγρια μήλα, μικρά και ξινά.
- Αλευρόμηλα: Πολύ μαλακά, με αλευρώδη σάρκα.
- Αμπαρόμηλα: Μεγάλου μεγέθους, με βαθύ ερυθρό χρώμα.
- Αρνόμηλα: Μακρουλά μήλα.
- Αφρόμηλα: Αφράτα και χυμώδη.
- Γαϊδιρόμηλα: Μεγάλου μεγέθους, με βάρος πολύ περισσότερο από 100 δράμια.
- Γεμουρόμηλα: Τρυφερά, μυρωδάτα και ξινόγλυκα, από την περιοχή Γεμουράς. Διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Γλυκόμηλα: Ποικιλία πρώιμη, πολύ γλυκά, τα μελίμηλα των αρχαίων (ζαχαρόμηλα).
- Κακκαλόμηλα: Ωοειδή (από το κάκκαλον = όρχις + μήλον). Καλοερίτσα: Μικρά και στενόμακρα.
- Κιμισχανελίδικα: Ποικιλία της Αργυρούπολης (Κιμισχανά). Ιδιαίτερα ευμεγέθη, τρυφερά και εύοσμα, με ελαφρώς υπόξινη γεύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1930, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος επισκέφτηκε την Τουρκία, ως εξαιρετικό δώρο τού πρόσφεραν μήλα Αργυρούπολης! Το χρώμα τους είναι λευκό έως βαθύ ρόδινο. Τα συναντάμε και στο δίστιχο:
Αφκά ’ς σο σπαλερόπο σου, ντο είν’ ατά ντο κείνταν,
… Κιμισχανάς μηλόπα είν’, εμέν κ’ εσέν κανείνταν.
Σκύλλ’ υιέ και γαϊδέρ’ υιέ, ’ς σον κόρφε μ’ ντ’ εχαλάνες,
ασού ’κί θα επαίρνες με, τα μήλα μ’ ντ’ εμαλάζνες;
- Κομπόμηλα: Μήλα απατηλά, ψεύτικα. Από το ρήμα κομπώνω = εξαπατώ + μήλον. («Σον Άδ’ δίγνε κομπόμηλα και τζούφια λεφτουκάρια»).
- Κοντζόμηλα: Άγρια και ξινά.
- Κουφόμηλα: Κενά στο εσωτερικό.
- Μακρόμηλα: Επιμήκη, κυλινδρικά.
- Νιαζικόμηλα: Μικρά, ελαφρώς ξινά με λεπτή φλούδα (φιρίκια).
- Νυφόμηλα ή νυφιτσόμηλα: Με έντονα κόκκινη φλούδα.
- Ξυλόμηλα: Πολύ σκληρά, σαν ξύλο.
- Ξινόμηλα: Ξινά, με ξυλώδη σάρκα.
- Παμπακόμηλα: Λευκά μήλα, όπως το βαμβάκι.
- Πετρόμηλα: Άγλυκα, με σκληρή φλούδα και σάρκα.
- Πετσόμηλα: Σκληρά, με χονδρή και σκληρή φλούδα.
- Πουλολόμηλα: Κατάλληλα να συντηρηθούν σε πιθάρι (πουλούλ’).
- Σαντουκόμηλα: Κατάλληλα να διατηρηθούν για πολύ χρόνο μέσα σε κιβώτια (από το τουρκ. σαντούκ = κιβώτιο, σεντούκι), μαζί με άχυρο.
- Σιδερόμηλα: Σαρκώδη, αρκετά σκληρά, διατηρούνται για αρκετό χρόνο.
- Σινάπια ή σιναπόμηλα: Από τη Σινώπη· γεύση γλυκόξινη, στυφή. Διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα (τουρκ. Σινάπ’).
- Στυπόμηλα: Γεύση στυφή και ξινή.
- Χαμόμηλον: Μηλιά χαμηλή σε ύψος (από το αρχ. χαμαί + μήλον).
«Και ντ’ έπαθες, χαμόμηλον, και στέκεις μουχλαμένον;
γιάμ’ η ρίζα σ’ εδίψασεν, γιάμ’ ο καρπός ελλάεν;
- Χειμωνόμηλα: Μέτριου μεγέθους. Ωριμάζουν κατά τον Νοέμβριο και διατηρούνται το χειμώνα.
- Χουμουρόμηλα ή χαμουρόμηλα: Με μαλακή κιτρινοκόκκινη φλούδα (από το τουρκ. hamour = ζύμη + μήλον).
- Χωρόμηλα: Με γεύση που μοιάζει με του κρόκου του αυγού (χώρ’ = κρόκος αυγού, από το αρχ. ιχώρ = αίμα θεών).
Θωμάς Σαββίδης
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.