Γνωστό δημώδες άσμα του Πόντου, με πολλές παραλλαγές, θέμα του οποίου αποτελεί ο όρκος της αγάπης που δίνεται κάτω από ένα χαμόμηλον (κοντομηλιά) και στη συνέχεια παραβιάζεται ή δεν τηρείται καν.
Η γνωστότερη παραλλαγή είναι η εξής:
– Ντο έπαθες, χαμόμηλον, και στέκεις μαραμένον;
Γιάμ’ η ρίζα σ’ εδίψασεν, γιάμ’ ο καρπός σ’ ελλάεν,
γιάμ’ α σα χαμελόκλαδα σ’ κανέναν ελυγίεν;
– Νε η ρίζα μ’ εδίψασεν, νε ο καρπό μ’ ελλάεν,
νε α σα χαμελόκλαδα μ’ κανέναν ελυγίεν.
Έναν κορίτσ’ κι έναν παιδίν ’ς ση ρίζα μ’ εφιλέθαν,
κι εποίκαν όρκον κι όμνυσαν ν’ μ’ έφταν’ν χωρισίαν.
Κι ατώρα εποίκαν χωρισιάν, φοβούμαι α ’ς σο κρίμαν.
Μια άλλη παραλλαγή (συλλογή Ανδρ. Σουμελίδη) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποντιακά Φύλλα (1, 1936):
– Και ντ’ έπαθες χαμόμηλον ’κί ανθείς, μήλα ’κί φέρεις;
Γιαμ’ η ρίζα σ’ εδίψασεν, γιαμ’ ο καρπός ελλάγεν;
Γιαμ’ α σα χαμελοκλάδα σ’ κανέναν εζαλίγεν;
– Η ρίζα μου ’κ’ εδίψασεν και ο καρπό μ’ κι ελλάγεν
κι α ’ς σα χαμελοκλάδα μου κανένα ’κ’ εζαλίγεν.
Έναν κορίτσ’ κι έναν παιδίν ’ς σην ρίζα μ’ εφιλιάγαν,
εδώκαν όρκον κι όμοσμαν να μ’ εφταν’ χωρισίαν
κι ατώρα ποίκαν χωρισιάν, γιαμ’ θα χω ’γω το κρίμαν.
Σε μια άλλη παραλλαγή διαφέρει ο α΄ στίχος:
– Ντο έπαθες, χαμόμηλον και στέκεις μουχλωμένον;
Συγγένειες μ’ αυτό παρουσιάζει και ένα ελλαδικό δημοτικό τραγούδι:
Ποτάμι επλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει.
Ποτίζει δέντρα και μηλιές, μηλιές και κυδωνίτσες.
Και μια μηλιά, κοντομηλιά, δε σώνει να ποτίσει.
– Μηλιά, τα μήλα σε βαρούν ή ο καρπός σε βλάπτει;
– Ουδέ τα μήλα με βαρούν, ουδ’ ο καρπός με βλάπτει,
μονάχα εις τη ρίζα μου αντρόγυνο βλογήθη
κι όρκο ’καμε στους κλώνους μου να μην αποχωρίσουν.
Τώρα θωρώ χωρίζονται και κιτρινοφυλλιάζω.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι το ότι αποτελούνται από οχτώ πολιτικούς στίχους. Τα ποντιακά άσματα έχουν, ωστόσο, διαλογική καθαρά μορφή, ενώ στην ελλαδική εκδοχή η μορφή είναι μικτή. Μια άλλη διαφορά: στην ποντιακή μορφή γίνεται λόγος μόνο για φίλημα και όρκους, ενώ στην ελλαδική παρουσιάζεται το αφύσικο να γίνεται γάμος (βλογήθη) κάτω από μια μηλιά. Στην παραλλαγή του Σουμελίδη, αντί εζουλίεν γράφηκε εζαλίεν (εζουλίεν = διπλώθηκε, έστριψε) προφανώς από λάθος.
[νε = ούτε, | γιάμ’ = μήπως | εφτάν’ν = κάνουν | χωρισία = χωρισμός | εφιλιάγαν = φιλήθηκαν | όμοσμαν = όρκος | ελλάγεν = άλλαξε]
Ε. Ι. Φραγκίδης
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης.