Γιούλη Ανδρεανίδου-Σπυροπούλου: Η ιστορία του παππού μου Αναστάσιου Κεσίδη ή Πήλου ή Κέσοφ ή Πηλόροφ
Όταν ρώτησα τη μητέρα μου γιατί τον έλεγαν Πήλο, μου είπε: «Πουλόπο μ’, οι Πόντιοι έλεγαν ατον Πήλο γιατί έτονε πολλά έμορφος ο άνθρωπον, τσαμουρόχτιστος (= ο άνθρωπος φτιαγμένος από τη λάσπη, δηλ. καλλιτεχνημένος)». Οι Ρώσοι τον ονόμαζαν Κέσοφ ή Πηλόροφ. Ο παππούς ήτανε από την Αργυρούπολη της Τραπεζούντας, πολύ πλούσιος, είχε δικό του ορυχείο, όπως μου έλεγε η μητέρα μου, είχανε δικό τους μηχάνημα που κόβανε νομίσματα (καπίκια).
Οι Τούρκοι, όταν είδανε ότι οι Πόντιοι ήτανε πολύ εργατικοί και πλούσιοι, έκλεισαν τα ορυχεία και τους διώξανε. Τότε ο παππούς μου πήγε στην Ίμερα της Αργυρούπολης. Είχε πολλά αδέλφια, 11, και όλα αγόρια. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Παπαδοπούλου την Ελένη από τα Μαντρία της Αργυρούπολης, πολύ πλούσια και από μεγάλο σόι. Είχανε 16 παπάδες και έναν Δεσπότη, τον Παΐσιο, στο Ερζερούμ του Πόντου.
Απέκτησε με τη γιαγιά 11 παιδιά, από τα οποία έζησαν μόνο τα 6: 5 αγόρια και μόνο η μητέρα μου – ήταν το χαϊδεμένο κορίτσι.
Έζησαν στην Ίμερα αρκετά χρόνια. Όταν οι Τούρκοι κήρυξαν πόλεμο εναντίον των Ρώσων, έφυγαν και πήγανε στο Βατούμ. Εκεί ο παππούς μου άνοιξε αλυσίδα φούρνων και προμήθευε ψωμί σε όλο το Βατούμ. Επίσης άνοιξε χρυσοχοείο και κατάστημα χοντρικής πώλησης τροφίμων.
Μετά από λίγα χρόνια φύγανε από το Βατούμ και πήγανε στο Καρς, στο χωριό Σαρίκαμις. Εκεί έμειναν αρκετά χρόνια. Όταν ο Κεμάλ αποφάσισε να εξαφανίσει το χριστιανικό ποντιακό έθνος, τότε αρχίσανε οι βαρβαρότητες, η σφαγή και οι διωγμοί.
Ο Μπέης, ο οποίος μάλλον ήτανε κρυπτοχριστιανός, ειδοποίησε τον παππού μου, γιατί είχανε φιλίες, και του είπε: «Πηλόροφ, ειδοποίησε τους κατοίκους απόψε να φύγετε όλοι, να αδειάσετε το χωριό, γιατί το πρωί θα έρθουν οι Τούρκοι και δεν θα αφήσουν κανέναν ζωντανό». Έτσι και έγινε, όπως λέει και το τραγούδι το οποίο οι Πόντιοι τιμής ένεκεν το αφιέρωσαν στον παππού μου, γιατί 3.000 ψυχές έσωσε. Και το τραγούδι αρχίζει με τα εξής λόγια:
Σην Ελλάδαν εχπάσταμε, η ώρα έτον δύο,
σα μάντρια εφέκαμε και δεμένον τον βίον.
Και ν’ ο Πήλοροφ εκούιζεν, και γοσέψτεν τ’ αραμπάδας,
εσ’ κ’ έρχουνταν οι Τουρκάντ’, να κλέφνε τα νυφάδας*.
Όταν ξημέρωσε, το χωριό ήτανε άδειο τελείως. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι και το κάψανε. Αργότερα χτίσανε δικά τους σπίτια και αλλάξανε το όνομα, βάλανε τουρκικό.
Από εδώ και πέρα αρχίζει η ταλαιπωρία του παππού μου. Μου έλεγε η μητέρα μου, η οποία ήτανε το 1919 9 χρονών: «Γιούλα, πουλόπο μ’, όταν ανεβήκαμε επάνω στο βουνό και γυρίσαμε πίσω, είδαμε φωτιές και καπνοί σκέπασαν τον ουρανό».
Ο Πηλόροφ πήρε μαζί του τα τρία ορφανά, τον Αλέξανδρο, τον Δημήτρη και τη Σοφία, τη μητέρα μου, και τη νύφη του, τη γυναίκα του Νικόλα. Τους έβαλε στο κάρο, ξάπλωσε τη νύφη και έβαλε τα μικρά να ξαπλώσουν επάνω της, να την κρύψουν από τους Τούρκους. Ο παππούς μου πήρε μαζί του και τον θείο μου τον Νικόλα. Τον Γιώργο ή Γιωρίκα τον άφησε στο Βατούμ να τακτοποιήσει τις δουλειές και έπειτα να έρθει κι αυτός στην Ελλάδα – από τότε έχουν χαθεί τα ίχνη του. Η μάνα μου ξεψύχησε με το όνομα του Γιωρίκα…
Ο μεγάλος θείος μου ο Χριστόφορος ήταν συνταγματάρχης στο στρατό του τσάρου, και αυτουνού τα ίχνη χαθήκανε.
Τα μικρά παιδιά μαζί με τη μητέρα μου, με την αναμπαμπούλα χαθήκανε από τον παππού μου και τον θείο μου. Μου έλεγε η μάνα μου: «Γιούλα, επερπάταναμε από βουνό σε βουνό και έτρωγαμε χιόν’ – επρέστανε τα κοιλίας εμουν».
Φτάσαμε στο Βατούμ με άλλους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Τα παιδιά και τις γυναίκες, τους φορτώσανε σε άλλο πλοίο και τους άνδρες σε άλλο.
Μετά από αρκετές ημέρες ταλαιπωρίας φθάσαμε στην Ελλάδα, σο Καράπουρνου στην Καλαμαριά (στο σημερινό Καραπουρνάκι). Εκεί πήρανε τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, χωριστά τα αγόρια και χωριστά τα κορίτσια.
Οι άνδρες μαζί, ο Πηλόροφ και ο Νικόλας, ταλαιπωρημένοι και άρρωστοι, τους βάλανε όλους μαζί σε καραντίνα.
Η ελονοσία, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, θέριζε. Έτσι, δεν κατόρθωσαν να τους γλυτώσουν, και 100 άτομα πεθαίνανε την ημέρα! Ανάμεσα σε αυτούς ήτανε ο ξακουστός ο Πηλόροφ και ο θείος μου ο Νικόλας.
Όταν τους αναζήτησα, μου είπαν είναι θαμμένοι στην Καλαμαριά, στο κοιμητήριο του Αγίου Ιωάννη. Θα ψάξω να τους βρω, έστω μετά από τόσα χρόνια, να τους ανάψω ένα κεράκι, να ησυχάσουν οι ψυχούλες τους.
Γιούλη Ανδρεανίδου-Σπυροπούλου,
εγγονή του Αναστάσιου Πηλορώφ
_____
* και συνεχίζει το τραγούδι:
Σην Ελλάδαν έρθαμε, ζεστά έταν τα μήνας,
Ενέσπαλαμ’ το βούτυρον και τρώγαμ’ τα κινίνας.
Και τσολ κι έρημον Καραμπουρούν και τριγύλ’-τριγύλ’ ταφεία
και ν’ ανοίξτε και τερέστιατα, όλια Καρσί παιδία.
Και σαράντα μέρες πρόσφυγοι εκεί είχαν καραντίνα,
τα λείψανα ασό παπόρ’ ση θάλασσαν εσύρναν.
- Πηγή: Εφ. Ποντιακή Γνώμη, τχ 58, Ιαν. 2014