Σε ολόκληρο τον Πόντο οι γυναίκες φορούν πολύ χρυσό και μάλιστα καυχιόνται γι’ αυτό, αφού η επίδειξή του στην κοινότητα τους προσφέρει μια ιδιαίτερη θέση, που δεν αποκτάται απ’ αυτές τις ίδιες, αλλά αντανακλά την οικονομική, επαγγελματική ή πολιτική θέση των πατέρων, των αδελφών, των συζύγων τους. Οι στολισμός ακολουθεί τόσο τις παραδοσιακές όσο και τις αστικές ενδυμασίες που είχαν δυτικές επιρροές.
Για την περιοχή της Τραπεζούντας και Σαμψούντας μας πληροφορεί το χειρόγραφο 2842 του Λαογραφικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών «Πεϊντιρλί: φορούσαν πολλά κοσμήματα, πεντόλιρα, φλουριά στο κεφάλι, σκουλαρίκια, αλυσίδες, όλα από ατόφιο χρυσάφι», και συμπληρώνουν ο Σταύρος και η Ασημίνα Σολαρίδη από τη Σαμψούντα-Ορτού:
«Τα χρυσαφικά τους είχαν ωραία σκαλίσματα, ήταν λεπτοδουλεμένα και χρωματιστές πέτρες τα στόλιζαν».
Η Αναστασία Τακίδου από τη Σάντα του Πόντου μάς πληροφορεί σχετικά: «Οι γυναίκες είχαν ένα πλήθος κοσμημάτων όπως τα φλουριά που τα φορούσαν στο μέτωπο, τα σκουλαρίκια [τρυπούσαν τ’ αυτιά τους με μια χοντρή βελόνα], τα γκερνταλούχ [είδος περιδέραιου με φλουριά], τα τέτικια [στολίδια για τις πλεξούδες], τα βράχαλα ή βράχολα [από χρυσό ή ασήμι], το μπιλιόν [το φορούσαν στο λαιμό και ήταν ή στρογγυλό ή σε σχήμα καρδιάς] και τέλος το λαβά [λεπτό ορειχάλκινο δακτυλίδι]. Είχαν επίσης ένα χρυσό ή ασημένιο ρολόι κρεμασμένο στο λαιμό, και το σταυρό τον οποίον φορούσαν συνήθως οι νιόπαντρες».
Ας μην λησμονούμε ότι στις κλειστές ανδροκρατούμενες ποντιακές κοινωνίες οι γυναίκες δεν εργάζονταν έξω από το σπίτι τους, παρά μόνον σε περιπτώσεις μεγάλης οικονομικής ανάγκης, και τότε ακόμη ήταν σπάνιο το φαινόμενο. Γι’ αυτόν το λόγο δεν αποκτούσαν ατομικές περιουσίες ως προϊόν δικής τους εργασίας.
Οι λίρες κυριαρχούν στο στήθος, στο λαιμό, στο μέτωπο, στις κοτσίδες, στα σκουλαρίκια, στα δαχτυλίδια.
Έχουμε μαρτυρία από την Χαλδία Πόντου ότι «Οι πλούσιες γαρήδες [γυναίκες] εκρέμαναν στην καρδίαν ατάν [στο στήθος] τα φυρίλια με τρεις λίρας ή πέντε ή πιο πολλάς. Η τραβωδία πα λέει: “Τραπεζουνταίων τα κορτσόπα [κορίτσια] και με τα φυριλία εβγαίν’νε σα ψηλά ραschία και σα νερά τα κρύα”. Σα schέρια εφόρναμε μεγάλα ακριβά δακτυλίδια. Σην καρδίαν εμούν εκρέμνανε και το πεντόλιρ’ που εποίνεν ατο χέρια [δώρο] ο δεξάμενος [νονός]. Είχαμε και το κορδόν [χρυσή αλυσίδα πλεγμένη σαν κορδόνι] με κουμπιά χρυσά έξ λιρών και κρέμαναμε ση γόλου [λαιμό]. Βρασάλια [βραχιόλια] πα [και] είχαμε πλεχτά είκοσ’ λιρών».
Άφθονες μαρτυρίες από γυναίκες που οι ίδιες, οι γιαγιάδες τους, οι μάνες τους, οι θυγατέρες τους φορούν αυτά τα κοσμήματα μεταφέροντας από τη μια γενιά στην άλλη, άμεσα, μια μακραίωνη παράδοση.
Στο χειρόγραφο 2162α του Λαογραφικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών υπάρχει η επόμενη πληροφορία από τους Ποντίους και Θράκες πρόσφυγες του Σιδηροκάστρου Κοζάνης: «...φορούσαν χρυσά πεντόλιρα με αλυσίδα. Στ’ αυτιά σκουλαρίκια μισή λίρα ή ολόκληρη. Καρφίτσες είχανε με λίρες χρυσές. Δακτυλίδια με λίρα ολόκληρη οι πλούσιοι, με μισή οι φτωχοί…».
Ενώ από το χωριό Κοσμά νομού Τραπεζούντος οι πρόσφυγες της ποντιακής περιοχής Ματσούκα αφηγούνται πως οι γυναίκες φορούσαν «…τάπλα στο κεφάλι: στρογγυλή και γύρω γύρω είσεν φλουρία και έδεναν στα μάγουλα με δύο μεταξωτές κορδέλες. Εγκόλπιον χρυσόν ή ασημένιο και κρεμόταν με αλυσίδα μέχρι το στήθος. Πεντόλιρα με αλυσίδα. Σταυρός με αλυσίδα. Σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και βρασόλια…».
Πόντιοι πρόσφυγες δε από την Τραπεζούντα μάς ενημερώνουν ότι οι Πόντιες φορούσαν «…Στο κεφάλι τεπελίκι στρογγυλό με φλουριά γεμάτο…», ενώ φορούσαν «πεντόλιρα, τούπλες, κορδόνια, τρία σειρές. Σκουλαρίκια, φρεντζέλια…».
[…] Οι Πόντιες φορούν μαντίλα με φλουριά όπως καταγράφει μαρτυρία από την Ινέπολη Πόντου («Οι γυναίκες στο κεφάλι φακιόλι με τρεμούτσες [πούλιες]») ή νομίσματα ή την τάπλα (δισκοειδές μικρό κάλυμμα που φορούσαν στην κορυφή της κεφαλής και στην μπροστινή πλευρά του μετώπου έραβαν νομίσματα πυκνά μεταξύ τους, το ένα καλύπτοντας το μισό του άλλου), η οποία και αποτελεί συνέχεια και μίμηση του στέμματος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Πηγή: Αρχοντία Βασ. Παπαδοπούλου, Το κόσμημα της ελληνικής Ανατολής, εκδ. Λεξίτυπον, Αθήνα 2015.