Μαρτυρία Αναστασίας Αντύπα από τη Μαλακοπή (16/4/1956)
Εσύ ν’ ακούεις πώς ήρθαμε από τη Μαλακοπιά.
Πριν να φύγουμεστι απ’ την Μαλακοπιά ήρταν Τούρκοι απ’ το Κοζάνη και μας έβγαλαν απ’ τα σπίτια μας με το ζόρ’. Το 1924 ήτανε. Δυο τρεις οικογένειες σ’ ένα σπίτι κάτσαμιστι ένα-δυο μήνες· ξένο σπίτι, χώρας σπίτι.
Και ερχούτσαντε εκεί οι Τούρκοι στην Μαλακοπιά και μας έρχουντανε κάθε ζαπάχνα1 «να μη ανοίξετε το θύρα και να χωθούνε μέσα». Δεν ανοίγαμε θύρα· χτύπαναν Τούρκοι Κοζάνης το θύρα, και δεν ανοίγαμε ’μείς για να μας βγάλουνε. Κάθε ζαπάχνα αυτό ήτανε. Η πεθερά μου κάθε ζαπάχνα χτύπανε την πόρτα κι έλεγε το Τούρκοι Κοζάνης: «Όντας έχτισα αυτό το σπίτι, κοντά μου ήταστε κι ήρτετε πήρετε το σπίτι μ’ απ’ τα χέρια μας και κάθεστε εσείς;». Κάθε ζαπάχνα αυτό ήτανε όντας πήρανε σπίτι μας. Ύστερις άνοιξαν οι Τούρκοι Κοζάνης την πόρτα και πήραν την πεθερά μου μέσα και έδειρανε. Φοβήθηκε και άλλη φορά δεν πήεν. Οι Τούρκοι έλεγαν, όντας ήρτανε απ’ το Κοζάνη: «Κι εμείς αφήσαμε σπίτια και χωράφια· να πάτε εκεί να τα πάρετε ’σείς».
Στη Μαλακοπιά είχαμε καλά Τούρκοι και μας υποστηρίζανε.
Ήτανε ήλιος και δεν ξεκινήσαμε απ’ την Μαλακοπιά. Κάτσαμε δυο-τρεις μήνες και πάγωσεν λίγο η μέρα και ύστερις βγήκαμε στράτα.
Κάθε οικογένεια πιάσαμε απ’ ένα αραπά και βγήκαμε στράτα.
Όντας εφύγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοτζακλάτιζαν 2 κι έλεγαν: «Αχ, πού μας αφήνετε και φεύγετε;». Είχαμε καλά Τούρκοι.
Που εφύγαμ’ την ημέρα πήγαμε με τα αραπάδια στη Νίγδη και μια βραδιά κοιμηθήκαμε εκεί. Και την άλλη μέρα ζαπάχνα έφυγαμε και πήαμε στο Ουλούκισλα· και άμα είδαμε εκεί τα τρένα μαύρα-μαύρα φοβήθηκαμε και έκλαιγαμε. «Πού να μας πάνε τα τρένα», έκλαιγαμε.
Τρία νύχτες έμειναμε στο Ουλούκισλα. Στα χάνια έμειναμε.
Ύστερις κάτσαμ’ στο τρένο και πήαμιστι στη Μερσίνα. Εκεί είδαμε τα παπόρια και τρόμαξαμε και με τα παπόρια…
Κάτσαμε δεκαπέντε μέρες στη Μερσίνα. Εκεί ήτανε κάτι άγρια Τούρκοι και έτρεχανε κατόπιψά μας και μας τσιμπούσανε και μας ρίχνανε πέτρες. Πολύ άγρια Τούρκοι ήτανε και φοβήθηκαμε. Στη Μερσίνα κάτσαμε δεκαπέντε μέρες μέσα στα τσαντούρια. Πέναιαμε3 να ψωνίσομε και τα άγρια Τούρκοι μας κρούηγαν.4
Ύστερις μας πήραν στα παπόρια και μας πήανε στου Αϊ-Γιωργιού τα τσαντούρια, στον Πειραιά.
Μας πήαν στα λουτρά και τα τσόλα5 μας, τα ρούχα μας, τα χάσεψανε6 στην καραντίνα. Και μαλλιά έκοψανε.
Κάτσαμε καμιά είκοσι μέρες στου Αϊ-Γιωργιού τα τσαντούρια. Εμείς, όντας έφγαμε από τη Μαλακοπιά, άντροι δεν είχαμε κοντά μας. Το άντροι μας ήτανε στην Πόλ’. Πέντε χρόνια ξενιτιά έκανε στην Πόλ’.
Εκεί στου Αϊ-Γιωργιού τα τσαντούρια ήρτεν άντρας μου από την Πόλ’ και δεν το άφησανε νάρθ’ κοντά μας να το διούμε. Κι έφυεν και έκατσεν στην Πειραία μοναχή του.
Απ’ την Μαλακοπιά όντες εφύγαμιστι πήραμε από τρία τσουβάλια χαλχάδια7 για το στράτα. Πήραμε και πέντε-εξ ορνίθια, πέντε-εξ κουτιά τσίπες,8 τέσσερα τσικιά9 τυριά, ένα σεπέτ10 αυγά και ένα νταμουτσάνα πεκμέζ’. Πήραμε και εξ ιγκές πλιγούρι, άλλο εξ ιγκές σταφίδες.
Στα παπόρια μέσα μας έδινανε μουχλιασμένα γαλέτες, χουτιά σαρδέλες, ελιές, λεμόνια.
Του Αϊ-Γιωργιού τα τσαντούρια κάτσαμιστι δεκακτώ μέρες. Κι από κει σήκωσάν μας και μας έφεραν στο Χαρμάνκοϊ, στη Σαλονίκη. Τρεις μήνας κάτσαμε στο Χαρμάνκοϊ. Στο Χαρμάνκοϊ μας έδωσαν μικρές παράγκες και καθίσαμεστε. Ύστερις ήρτεν απ’ την Πειραιά κι άντρας μου. Δουλειά δεν είχε. Έκανε ένα πάγκο και καβούρτανε μπακαλιάρο για να βγάλ’ το ψωμί μας.
Ύστερις μας πήανε στου Όμπαρ στα Γιαννιτσά. Πόσα σπίτια ήταμεστε δεν το μπελεντίζω.11
Στου Όμπαρ, όντας μας πήανε, ήταμεστε καμιά εικοσιπέντε-τριάντα σπίτια Μαλακοπίτικα. Ήτανε κι άλλ’, δεν το ξέρω αμά από πού.
Στου Όμπαρ είχανε μπόλικα νερά και θέρμη, περιτό.12 Περιτό να διεις. Ούλα μας ήταμεστε αστενάρα.13 Μέρα παράμερα μας πιάνειν ο σουτμά,14 το θέρμη που λένε.
Εκεί στου Όμπαρ κάτσαμε ένα χρόνο. Αλλά τα μισά μας Μαλακοπίτ’ πέθαναν απ’ το θέρμη.
Κι εγώ είχα ένα αγόρι και πέθανε απ’ το σουτμά κι αυτό. Στο Ασάρμπεη, ένα χωριό κοντά στου Όμπαρ, ήτανε ένας γιατρός και το τσιγούρταναμε15 και μας τράνανε.16 Κανένα-δυο χαπάκια μας έδινε ο γιατρός και ύστερις πάλι μας έρχουτανε το θέρμη.
Ύστερις ήρταμε στο Σαλονίκη. Δεν μπόρειαμε να κάτσουμε στο Όμπαρ απ’ το σουτμά. Και δουλειά δεν είχε.
Εδώ μας έβαλανε στρατιωτικά θαλάματα και κάτσαμε μέσα στα θαλάματα τρία χρόνια.
Ύστερις τα χαλάσανε τα θαλάματα και μας έβαλανε στα τσαντούρια ίσαμ’ να τα κάνουνε σπίτια. Πέντε-εξ μήνες στα τσαντούρια κάτσαμε. Και ύστερις μας έδωσε Πρόνοια αυτά τα σπίτια και καθόμαστε. Τριάντα σπίτια ήρταμε απ’ του Όμπαρ· μπορεί σαράντα…
______
1. πρωί-πρωί | 2. αγκάλιαζαν | 3. πηγαίναμε | 4. χτυπούσαν | 5. ρούχα | 6. ζεματίσανε | 7. κουλούρια | 8. καϊμάκια | 9. μικρά πήλινα δοχεία | 10. καλάθι | 11. δεν θυμάμαι | 12. πυρετό | 13. άρρωστοι | 14. ελονοσία | 15. φωνάζαμε | 16. κοίταζε
- Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Β΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2004, σ. 163-165.