Η ποντιακή διάλεκτος είναι γνωστή για την πληθώρα λέξεων της αρχαίας που κράτησε ακέραιες ή ελαφρά παραλλαγμένες, αλλά και για την πολυδιάστατη σχέση της με την αρχαία ελληνική και κυρίως με την ιωνική διάλεκτο, από την οποία προέρχεται.
Μια σειρά από χαρακτηριστικά της ποντιακής, άλλωστε, πιστοποιούν την καταγωγή της και καθιστούν ενδιαφέρουσα τη μελέτη της σε σύγκριση με την αρχαία.
Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενο άρθρο, στην ποντιακή διάλεκτο διατηρήθηκε η αρχαία προφορά του «η» ως «ε» σε πολλές λέξεις, γι’ αυτό και στην ποντιακή διάλεκτο λέμε «κρενίν», «ζελεύω», «νύφε», «μενύω», «θελ’κός». Εκτός από την προφορά, η ποντιακή διασώζει πολλές λέξεις της αρχαίας ελληνικής, ορισμένες από τις οποίες έχουν χαθεί από τη νεοελληνική και αυτό της προσδίδει ιδιαίτερη αξία.
Αρχαία ελληνική προέλευση έχουν οι λέξεις «δείσα» (ομίχλη), «λείχω», «συρίζω», «εγκαλώ» «απαντώ», «αναλύω» (με τη σημασία του μουσκεύω), «κρωπή» (<κρώπιον), «δικέλλιν» (<δικέλλα), «βιντάουμαι» (<βινητιάω -ω), «κορδύλιν» (<κορδύλη), «αλαχτόριν» (<αλέκτωρ) και πλήθος άλλων.
Ένα επιπλέον στοιχείο στη γραμματική της ποντιακής που μας παραπέμπει στη γραμματική της αρχαίας ελληνικής είναι η διατήρηση της αύξησης «ε» στον παρατατικό και τον αόριστο, ακόμη κι αν τα ρήματα είναι τρισύλλαβα. Ενώ, λοιπόν, στον αόριστο της αρχαίας ελληνικής λέμε «εκαλέσαμεν» και στην ποντιακή «εκάλεσαμεν», ο αόριστος της νεοελληνικής γίνεται «καλέσαμε» και το ρήμα χάνει το «ε» της αύξησης, επειδή δεν τονίζεται.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η χρήση της ποντιακής διαλέκτου συρρικνώθηκε σημαντικά στο πέρασμα των χρόνων. Η προσπάθεια για ομαλή και λειτουργική ένταξη των Πόντιων προσφύγων στη νεοελληνική κοινωνία και η προσπάθεια της δεύτερης και της τρίτης γενιάς Ποντίων για μόρφωση και σπουδές περιόρισαν σημαντικά τη χρήση της. Ίσως σήμερα να βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη και καθοριστική στιγμή για το μέλλον της ποντιακής διαλέκτου. Η επιβίωσή της είναι ζωτικής σημασίας για πολλούς λόγους, και όχι μόνο γιατί η ποντιακή είναι εγγύτερα στην αρχαία ελληνική απ’ ό,τι είναι η κοινή νεοελληνική.
Η γλώσσα δεν είναι ένας απλός κώδικας επικοινωνίας ή μέσο που χρησιμοποιούμε για να συνεννοηθούμε. Η γλώσσα είναι πρώτα και κύρια ταυτότητα.
Μέσα από αυτήν φανερώνεται η ιστορική πορεία ενός λαού και οι προαιώνιες καταβολές του. Η ύπαρξη λέξεων της αρχαίας που έχουν διανύσει μια διαδρομή χιλιετιών, στην ποντιακή είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας της καταγωγής των ομιλητών της. Ακόμη, με αυτήν προσδιορίζουν οι ίδιοι την καταγωγή και το «είναι» τους. Τι άλλο θα μπορούσαν να είναι οι ακρίτες του ελληνισμού παρά τραντέλλενες; Η ονομασία με την οποία αυτοπροσδιορίζονταν στην ιστορική τους πατρίδα οι Πόντιοι δήλωνε τόσο μια ιδιαίτερα ισχυρή εθνική συνείδηση, αλλά και τη σιγουριά για την καταγωγή τους.
Η γλώσσα, πέρα από ταυτότητα, είναι και πολιτισμός, και οι εκφράσεις που έχει είναι εκφάνσεις του πολιτισμού της. Ο σεβασμός στα θεία και στον συνομιλητή, όταν η κουβέντα φτάνει σε κάτι άσεμνο ή υβριστικό, αποδίδεται με τη φράση «παρέξ’ και των τιμίων προσώπων» ή «παρέξ’ και τη προσωπί’ σ’». Όταν διακόπτουμε κάποιον, στον οποίο θέλουμε, ωστόσο, να δείξουμε τον σεβασμό μας, λέμε τη φράση «τον λόγο σ’ με το μέλ’ έκοψα».
Εκτός από ταυτότητα και πολιτισμό, η γλώσσα απηχεί συναισθηματικές διαστάσεις και δηλώνει τις αξίες ενός πολιτισμού. Κάθε λέξη και φράση έχει το δικό της συναισθηματικό φορτίο, που μπορεί να μεταφραστεί, αλλά είναι δύσκολο να αποδοθεί επακριβώς σε μια άλλη γλώσσα.
Όσοι είναι Πόντιοι, θα ξέρουν πόση αγάπη και τρυφερότητα περιέχουν οι λέξεις «τσικάρι μ’» και «γιαβρί μ’» και την υπέρμετρη αγάπη που εκφράζεται με τη φράση «γουρπάν-ι-σ’ να ’ίνουμαι».
Εμείς οι Πόντιοι δεν λέμε «βαπτίζω» αλλά «φωτίζω», καθώς θεωρούμε τη βάπτιση φώτιση για τη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Η γιαγιά, χάρη στον σημαντικό ρόλο που έχει στην ποντιακή οικογένεια ονομάζεται «καλομάνα», γιατί συμπαραστέκεται στα παιδιά καλύτερα κι από μητέρα. Σ’ εμάς τους Πόντιους, ακόμη, είναι έντονος ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους και τα μεγαλύτερα άτομα. Η λέξη «μειζετέρ’» δεν σημαίνει μόνο τους μεγαλύτερους ηλικιακά, αλλά δηλώνει και τον πρέποντα σεβασμό που οφείλουμε στα άτομα αυτά.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως το δέσιμο ενός λαού με τη γλώσσα του είναι σαν τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το έμβρυο με τη μητέρα. «Λαός που έχει χάσει τις λέξεις του, παύει να είναι λαός» προειδοποιεί ο βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Νεμάνια τον γιο του ήδη από τον 13ο αιώνα. Όλα αυτά ας μας προβληματίσουν και ας μας παρακινήσουν για το μέλλον της ποντιακής.
Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου
Φιλόλογος