Ερθεν και ο Χορτοθέρτ’ς, έπαρ’ το καγάν ’ς σο χέρ’ σ’, δηλαδή «Ήρθε ο Ιούλιος, πάρε το δρεπάνι στο χέρι σου».
Αυτό προστάζει η ποντιακή παροιμία για τον έβδομο μήνα του χρόνου, ο οποίος στην ποντιακή διάλεκτο παίρνει το όνομά του από μια βασική αγροτική εργασία: το θέρισμα των χόρτων στα παρχάρια, πιο αργά σε σχέση με άλλες περιοχές εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών.
Εκτός από Χορτοθέρτ’ς, όμως, ο Ιούλιος στα Σούρμενα λέγεται και Θερνοχόρης, στη Ματσούκα και Θερ’νός (από το επίθετο θερινός).
Ο Χορτοθέρτ΄ς φέρ’ το θέρος, έρται και πάει με το γέλος.
Για το θερισμό απαιτούνταν πολλά χέρια, γι’ αυτό και γινόταν πρόσληψη εποχικών εργατών. «Θερίστ’ αργάτ’, θερίστ’ αργάτ’, θα σπάζω την κοσάραν / κι αν ’κί τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κατσκάραν», λέει σύμφωνα με το ποντιακό δίστιχο ο νοικοκύρης στους εργάτες της γης.
Το πρώτο δεμάτι ήταν αυτό που θα στηνόταν όρθιο με την ευχή για «καλή αρχή»· αντίστοιχα, το τέλος του θερισμού (αποθέρ’ ή αποθέριμαν) σηματοδοτούνταν με την κατασκευή ενός κομψοτεχνήματος, με τα τελευταία στάχυα, που το κρεμούσαν ως στολίδι στην πόρτα του σπιτιού.
Είχε έρθει και η στιγμή για τους θεριστές να ρίξουν τα καγάνια (δρεπάνια) μπροστά στον νοικοκύρη ευχόμενοι «και του χρόνου».
Για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο θερισμός, οι αγρότες στον Πόντο λειτουργούσαν και εργάζονταν ομαδικά.
Θέριζαν πρώτα το χωράφι που ωρίμαζε πρώτο, και χάρη στη συνεργασία τους είχαν ταχύτερη απόδοση. Αυτός ο θεσμός λεγόταν αργατεία και έκανε την αγροτική ζωή όχι μόνο πιο αποδοτική αλλά και πιο ευχάριστη.
Στη διάρκειά της γίνονταν μερικά διαλείμματα, στα οποία οι εργάτες τραγουδούσαν και χόρευαν. Γινόταν έτσι τραγούδι ο μόχθος, μαζί και χορός.
Μέσα σε μια τέτοια πολιτισμένη ατμόσφαιρα τα αισθήματα των νέων εκφράζονταν με γνήσιο και αυθόρμητο τρόπο. Αντιλαλούσε ο λόγγος από τα τραγούδια, και κάποιο παλικάρι, σύμφωνα με την ποντιακή μουσική παράδοση, τραγουδώντας μνημόνευε το όνομα της αγαπημένης του:
Τούμπουλ’, τούμπουλ’ ’ς σα ραχία,
’ς ση πασά μ’ την αργατείαν
ούλ’ εντάμαν ’ς σην δουλείαν,
χα κι εγώ κι Αναστασία.
(Δονούνται οι λόγγοι με το τραγούδι
και μέσα στην αργατεία
βρίσκομαι κι εγώ μαζί
με την Αναστασία).
Η αργατεία λεγόταν και «αλλαχτό» ή «με τη σειράν». Και σήμερα ακόμη σε μερικά ποντιακά χωριά της χώρας κάνουν αργατεία, ιδίως σε τομείς της ζωής που η δουλειά χρειάζεται πολλά εργατικά χέρια.
Ο Ιούλιος ήταν και ο μήνας που ξεκινούσαν οι Πόντιοι αγρότες να μαζεύουν λεπτοκάρυα· διαρκούσε περίπου από την 20ή Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου.
Όταν άρχιζε η συγκομιδή, όλος ο κόσμος ήταν επί ποδός. Αρχικά ετοιμάζονταν οι αποθήκες για να δεχτούν τη νέα σοδειά, τα καλάθια για τη συλλογή και οι τέντες για το άπλωμα του καρπού. Η συγκομιδή από το δέντρο γινόταν από τις εργάτριες και τους εργάτες που συγκέντρωναν τελικά τον καρπό σε μεγάλα κοφίνια τα οποία άδειαζαν σε έναν σωρό.
Ο σωρός ανακατευόταν (κλώσιμον) δύο και τρεις φορές την ημέρα με ειδικό φτυάρι, το λεγμετέρ’. Ακολουθούσε χτύπημα των καρπών για να απαλλαγούν από την κάψα τους, οπότε λέγονται τσατσία (από το τσατσαλίζω, δηλαδή απογυμνώνω).
Βέβαια κατά τη διαδικασία αυτήν μέρος των λεπτοκαρυών σπάζουν, οπότε η ψίχα τους συλλέγεται από τις εργάτριες για δικό τους όφελος. Αυτό λέγεται και καντζολόγεμαν (από το καντζίν, δηλαδή την ψίχα). Στη συνέχεια τα νωπά ακόμα λεπτοκάρυα, τα σερκίγια, όπως τα αποκαλούσαν, τα άπλωναν στις αυλές πάνω σε τέντες για να αποξηρανθούν.
Για τα λεπτοκάρυα, τα κέντρα παραγωγής και εμπορίας ήταν τρία: η Κερασούντα, τα Κοτύωρα (Ορντού) και η Τραπεζούντα.
Ιδιαίτερα η περιφέρεια της Κερασούντας είχε ως κύριο εμπόριο την εξαγωγή της ψίχας του καρπού στα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης όπως στο Αμβούργο, στην Τεργέστη, στη Μασσαλία αλλά και στην υπόλοιπη Τουρκία, τη Ρωσία, την Ελλάδα και την Αίγυπτο.
Η παραγωγή και η εμπορία των λεπτοκαρυών συνέβαλε στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της Κερασούντας. Η παραγωγή έφτανε τους 50.000-60.000 τόνους. Μεγάλες φυτείες λεπτοκαρυών υπάρχουν σήμερα στα παράλια της περιοχής Κοτυώρων (Oρντού). Η περιοχή για το λόγο αυτό ονομάζεται «Ριβιέρα λεπτοκαρυών».
Ο θερισμός και ο αλωνισμός στον Πόντο γινόταν με τη βοήθεια των παραγωγικών ζώων, ιδιαίτερα των βοδιών.
Τα εργαλεία του θερισμού και αλωνισμού ήταν: το καγάν’ (μικρό δρεπάνι), το τουρπάν’ (μεγαλύτερο δρεπάνι), το ελίκ’ (ξύλινη χειρολαβή με ειδικές θήκες για τα δάχτυλα, με την οποία «έλκονται» ξεροί βλαστοί σιταριού και κόβονται με το δρεπάνι), το δίκρανο ή δικράν’ ή τιρκέν’ (ξύλινο διχαλωτό εργαλείο για το γύρισμα και το φόρτωμα του χόρτου), η κερεντή (μεγάλο δρεπάνι, κόσα), το κερεντοστέλ’ (λεγόταν το στειλιάρι της κερεντής), ο τουρμούχος (ξύλινη χτένα για τη συλλογή του θερισμένου χόρτου), το λεγμετέρ’ (ξύλινο φτυάρι με τέσσερα δόντια για το λίχνισμα), το ρινίν’ (λίμα για ακόνισμα των δρεπανιών), το τσιαλίκ’ (τετράγωνη ατσαλένια βέργα για ακόνισμα), το λειακόν (η ακονόπετρα) και η ακλωστρά (ακονόπετρα περιστρεφόμενη).