«Την 14ην Ιουνίου 1921 σημειώνομεν ως αποφράδα ημέραν δια την περιφέρειαν Έρπαα» γράφει στας αναμνήσεις του ο οπλαρχηγός Σάββας Κ. Ασλανίδης¹. […]
Οι σφαγές και οι φόνοι –μεμονωμένοι– άρχισαν κατά τον Μάιο του 1921 στην περιοχή της Έρπαα. Ήταν το προμήνυμα του ερχομένου φοβερού Ιουνίου του Πόντου. Και ο Σάββας Ασλανίδης, που έζησε όλα τα γεγονότα σαν αγωνιστής, του οποίου τον πατέρα, τη μητέρα, τη γυναίκα, τις τρεις θυγατέρες και τους ανεψιούς κατέσφαξαν οι Τούρκοι κατά τις πρώτες διώξεις, θα μας δώση λεπτομέρειες του εγκλήματος του Τοπάλ Οσμάν.
«Την 3ην μ.μ. της 14ης Ιουνίου 1921», γράφει γεμάτος αγανάκτηση, «ενεφανίσθη ο Τοπάλ Οσμάν μετά σπουδαίας δυνάμεως εις την περιφέρειαν και την πόλιν Έρπαα. Οι Χριστιανοί, οι οποίοι είχον την ατυχίαν να συναντηθούν μετά των αγρίων εκείνων, άνευ ετέρου, εφονεύοντο βασανιζόμενοι.
»Τον πρόεδρον του χωρίου Κους-ολτιρέν Κυριάκον Μπαϊρακτάρογλου τον επριόνισεν ως και τον εφημέριον παπα-Λάζαρον, τον Φώτιον Παλαιστήν και πολλούς άλλους».
Ο δαίμονας της Κολάσεως είχε αφηνιάσει με την εξουσία που του έδωσε ο Κεμάλ να ξεκαθαρίση τον Πόντο. Και ο Τοπάλ Οσμάν έτρεχε παντού να βάλη τη σφραγίδα του φρικαλέου τέλους, όπως τώρα στην περιοχή του Έρπαα, ενώ για λίγο άφηνε το αποτρόπαιο έργο του στην περιοχή Αμισού και Πάφρας με την φοβερή εξόντωση των αποστολών των εξορίστων […].
Όταν έφθασε σαν σίφουνας ο Τοπάλ Οσμάν στο Έρπαα, αμέσως διέταξε να συλληφθούν όλοι οι πρόκριτοι και οι έμποροι, για να αρπάξη και να τους απογυμνώση, πριν τους εκτελέση, από τα χρήματα και τα κτήματά τους. Το δεύτερο στάδιο των συλλήψεών του θα ήσαν οι φτωχοί, οι δυστυχισμένοι Έλληνες του Έρπαα.
Τους συλληφθέντας εφυλάκισε στο μέγαρο του Ιωάννου Δ. Ελευθεριάδη, ενώ οι τσετέδες του λεηλατούσαν –ταλάν βαρ– τα σπίτια τους.
Η πολιτεία ολόκληρη έκλαιγε και οδυρόταν. Οι τσετέδες μπαινόβγαιναν στα σπίτια αρπάζοντας και κουβαλώντας κάθε καλό και ωραίο που εύρισκαν στα ελληνικά σπίτια, βρίζοντας και μαστιγώνοντας κάθε μια γυναίκα που προσπαθούσε να σώση κάτι για την οικογένεια, λίγα έπιπλα, τρόφιμα, ρουχισμό.
Αλλά και οι συλληφθέντες, αφού ληστεύθηκαν, αφού τους πήραν ό,τι είχαν σε χρήματα και αξίας είδη –ρολόγια, δακτυλίδια, πίπες, ταμπακιέρες–, τους ξεγύμνωσαν και από τα ρούχα τους. Και αφού έμειναν έτσι ημίγυμνοι, άρχισαν να τους βασανίζουν.
«Το ανθρωπόμορφον τέρας», γράφει με ιερή αγανάκτηση ο οπλαρχηγός Σάββας Κ. Ασλανίδης, «διέταξε να στήσουν φοβερά βασανιστήρια της ιδικής του επινοήσεως εις τα υπόγεια του μεγάρου εκείνου (του Ι. Ελευθεριάδη). Έστησαν οριζοντίως μεγάλην δοκόν, υπεράνω δε αυτής ανήρτησαν διά σχοινίων άλλην επίσης βαρείαν δοκόν, κρατουμένην διά σχοινίων εκ της οροφής.
»Οι Χριστιανοί, δεμένοι, εξηπλώνοντο επί της δοκού, ότε οι δήμιοι, διά καταλλήλου μηχανισμού άφηνον την άνωθεν αιωρουμένην δοκόν να καταπέση επί του σώματος των δυστυχών, οι οποίοι ούτω συνετρίβοντο οικτρώς, ενώ οι κακούργοι ηλάλαζον εκ χαράς και εχόρευον…».
Και όταν τελείωσαν στην πόλη του Έρπαα το απαίσιο έργο τους ο Τοπάλ Οσμάν και οι μυσαροί δήμιοί του, άρχισαν να «χτενίζουν» στην ύπαιθρο τα ελληνικά χωριά, όσα διασώθηκαν από την πρώτη του φρικαλέα διαδρομή.