Το Σάββατον του Λαζάρου τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια ψάλλοντας την ανάστασιν του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τα φίλευαν με βρασμένες ρόκες και ξερά φρούτα (λεφτοκάρυα, καρύδια, τσίρια). Το έθιμο αυτό μετά το 1900 είχε λησμονηθή.
Την ίδια μέρα του Λαζάρου κάθε νοικοκυρά ετοίμαζε «κερκέλια» δηλ. κουλούρια από σιταρένιο αλεύρι, λίγο χονδρότερα από τα συνηθισμένα της αγοράς, χωρίς σουσάμι, το οποίον ήταν άγνωστο στη Σαντά.
Τα παιδιά ετοίμαζαν ένα κλαδί Βαΐου (ποικιλία της λεύκης) ανθισμένο, ένα καλαθάκι για να βάλουν μέσα τ’ αυγά που θα μάζευαν κι ένα κομμάτι σπάγγου για να περάσουν τα «κερκέλια» τους.
Την Κυριακή των Βαΐων, μετά την απόλυση της εκκλησιάς, έπαιρναν από τη μάννα τους ένα «κερκέλ’» διπλάσιο στο μέγεθος, ειδικά καμωμένο για γούρι, και γύριζαν όλα τα σπίτια τραγουδώντας: «Θεία, θεία των Βαΐων, δος κερκέλ’ κι’ εμέν’ ωβόν» (δηλ. θεία, σήμερα των Βαΐων, στους άλλους δόσε κουλούρι και σ’ εμένα δόσε αυγό).
Κάθε νοικοκυρά ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση, τις συμπάθειες, τη συγγένεια, έδινε ή αυγό ή κερκέλ’. Στο δρόμο συναντώντας τα άλλα παιδιά ρωτούσαν: «Πόσα ωβά εποίκες;» . Έτσι περνούσαν την ημέραν εκείνη γεμάτα χαρά. Και τα μεν κερκέλια τα έδιναν στους γονιούς τους, τα αυγά όμως τα φύλαγαν για να τσουγκρίσουν τη Λαμπρή.
Μερικές φορές «εβάευαν» και μερικοί άνδρες, έτσι για να γελάσουν.
Μια χρονιά ο αγωγιάτης ο Γιάννες ο Κούφον φορτώθηκε ένα ταεκάλαθον (το πιο μεγάλο καλάθι) για να βάλη τ’ αυγά που θα μάζευε, πήρε κι’ ένα σχοινί, με το οποίο φόρτωνε το άλογο, για να περάση τα κερκέλια, έδωσε την άλλη άκρη του τον Λάμπον τον Τζάντζαν και γύριζαν τα σπίτια. Οι νοικοκυρές βλέποντας το καλάθι και το σχοινί στην αρχή τάχαναν, ύστερα όμως έσκαναν στα γέλια…
Από το έθιμο αυτό έγιναν οι λέξεις «βαεύω» και «βάεμαν», που μεταφορικά και ειρωνικά λέγονται για κείνους που κάνουν πολλές επισκέψεις.
Ευστάθιος Αθανασιάδης
Ποντιακή Εστία – Μηνιαίον Λαογραφικόν Περιοδικόν
Έτος Ε΄, Απρίλιος, τεύχος 4ον 1954
Από της εκδόσεως τεύχος 52ον