Πολλές φορές έχω διαβάσει στην αγαπητή μας Π.Ε. [Ποντιακή Εστία] ότι πρέπει να γίνουν προσπάθειες να συλλεγούν και να διαφυλαχθούν τα Ποντιακά μοιρολόγια. Συμφωνώ απολύτως με την σκέψιν αυτήν και μάλιστα πλειοδοτώ εις έγκρισιν. Πλην όμως μοιρολόγι σημαίνει και ΜΕΛΟΣ. Χωρίς μέλος θα είναι μισή η όλη εργασία της περισυλλογής και διαφυλάξεως των θησαυρών τούτων της Λαογραφίας μας. Μια ωλοκληρωμένη εργασία απαιτεί να συνδυάση και τα δύο, για να αποδοθή εις το ακέραιον ό,τι λέγεται και τραγουδείται ως μοιρολόγι. Δηλαδή πρέπει κοντά στα λόγια του μοιρολογιού να γραφή και η μουσική του.
Με τις σκέψεις αυτές εθυμήθηκα και τα κάλαντα, που λέγαμε στα χωριά της Σαμψούντος, όταν στην παιδική μας άδολη ψυχή κυριαρχούσε η λαχτάρα και ο θρησκευτικός παλμός, να αποδώσωμε όσο πιο τέλεια τα ήθη και έθιμα του τόπου μας.
Αλήθεια, πόσο μας συγκινούσαν οι ημέρες αυτές των Χριστουγέννων. Τι ήταν εκείνο, που μας έκαμνε ασυγκράτητους, να ξεχυθούμε στους δρόμους του χωριού, να λάσκουμες όλα τα πόρτας, και όλα αυτά χωρίς κανένα κέρδος. Μας αρκούσε ότι μας θαύμαζαν οι πιτσιρίκοι, ότι μας χάιδευε κανένα χέρι θείας ή θείου με το απαραίτητο φίλημα για κατευόδιο.
Είχα πολύ ωραία φωνή άμον ζίλ, εγώ και ο πρώτος μου εξάδελφος από το μέρος της μάννας μου, του Σοφοκλή ο Νίκον, συγχωρεμένον παιδίν.
Τις ημέρες αυτές ήμουν πάντα υπ’ ατμόν, γιατί ήμουν σίγουρος, πως θα έρθη ο θείος μου ο Δημήτρης, κάποιος μακρυνός μου συγγενής (ελαφρόν το χώμα που τον σκεπάζει στα αλησμόνητα εκείνα μέρη μας), πού ήταν ισόβιος Εκκλησιαστικός Επίτροπος εις την εκκλησίαν του χωρίου μου.
Ο εξάδελφος μου εκατοικούσε σ’ άνθεν το χωρίον και πολύ σουμά στην εγκλησίαν ο θείο μ’ ο Δημήτρης.
Έπαιρνεν τον Νίκον κι εκατέβαινεν σ’ εμάς, γιατί τ’ οσπίτ’ν εμουν έτονε σο τέλος τη χωρί, απ’ εκεί π’ εσκάλωναν τη Τουρκαντίων τ’ οσπίτια. Εμείς οι δύο θα ελέγαμε πάντα τα Κάλαντα «διά την ενίσχυσιν του Ταμείου της Εκκλησίας».
Και ενθυμούμαι, που όλοι –πτωχοί και πλούσιοι– το εθεωρούσαν τιμή τους ν’ανοίγ’ την πόρταν ατουν ο θείο μ’ ο Δημήτρης και να πλειοδοτούν εις εισφοράν , δίδοντας πρόθυμα τον οβολό τους. Και έτσι, για χάρι της εκκλησίας, έδιδε την συγκατάθεσί του και ο συγχωρημένος πατέρας μου να γυρίσω για τα Κάλαντα.
Τι θα πη νύστα, κρύο, αέρας, ταλαιπωρίες, άτα κι ενούνιζαμ’ ατά. Η μάννα μ’ εφόριζέ μας τα χοντρά τα λώματα, ετύλιζεν καλά τ’ ωτία μ’, εφόριζέ με τα μάλλινα τα γάντια, εφίλνεν και τον Νίκον και εστείλνε μας σο καλόν και ση Παναγίας την στράταν.
Αέτσ-πα το Καλήν Εσπέραν εσκάλωνεν ας σ’ εμάς απάν ’ς σο κιντίν και ετέλαινεν σ’ άνθεν το χωρίον, την Κιόκτζεν πριν να εβγών ο ήλον.
Άλλωστε ο μακαρίτης θείος μου Δημήτρης το εθεωρούσε γούρι και καλό χερικό να αρχίζη από το δικό μας τζάκι, γιατί ο πατέρας μου ήτο τζιορμπατζής και εφιλοτιμείτο να δίνη χρυσόν παράν.
Η πορεία μας ήτο καθωρισμένη. Έπρεπε να πάρωμε όλα τα σπίτια με την σειρά, για να αποφύγωμε και τις παρεξηγήσεις. Όμως με την ευκαιρία αυτή των ΚΑΛΑΝΤΩΝ ο θείος μου εύρισκε την κατάλληλη στιγμή κι έλυνε τις διαφορές του ως προς τις οφειλές των ενοριτών προς την εκκλησία και ώσπου να τακτοποιηθή εμείς εχουλίμες ολίγον.
Μέσα στην γαλήνη της νύκτας η φωνή μας αντηχούσεν ολοκάθαρη και πολλοί μας επερίμεναν με την πόρτα ανοικτή και τον σκύλο δεμένο. Αντηχούσε η μελωδία της «Καλήν Εσπέραν» σέ ήχον πλάγιον στιχηραρικόν, όπως τον γράφω παρακάτω, με σημεία Βυζαντινής μουσικής και όπως δεν τον έχω ακούσει πουθενά να τραγουδιέται, ούτε και στα χωριά της Μακεδονίας με καθαρόν Ποντιακόν πληθυσμόν. Φαίνεται πώς το μέλος αυτό μόνον σ’ εμάς τους Σαμψούντιους επικρατούσε.
Επάνω στις ίδιες μουσικές γραμμές ακολουθούν όλοι οι λοιποί στίχοι που είναι γνωστοί σε όλους μας. […]
Χρ. Ι . Αντωνιάδης,
Δημοδιδάσκαλος