Η ποντιακή διάλεκτος ανήκει στις νεοελληνικές διαλέκτους και είναι η γλωσσική μορφή την οποία ανέπτυξαν και καλλιέργησαν οι Έλληνες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Η εγγύτητα της ποντιακής διαλέκτου στην αρχαία ελληνική, και κυρίως στην ιωνική διάλεκτο, πιστοποιεί ατράνταχτα την καταγωγή της από αυτήν και ταυτόχρονα την καταγωγή των ομιλητών της. Εντύπωση προκαλούν, μάλιστα, όλες εκείνες οι περιπτώσεις λέξεων της ποντιακής που προέρχονται από την αρχαία ελληνική και καταδεικνύουν το υπόβαθρό της, το οποίο υπάρχει στη συγκεκριμένη διάλεκτο, με λέξεις που συχνά απουσιάζουν ή είναι άγνωστες στην κοινή νεοελληνική.
Λέξεις της αρχαίας ελληνικής, έχοντας διανύσει μια διαδρομή χιλιετιών, χρησιμοποιούνται και σήμερα από τους ομιλητές της ποντιακής ακέραιες ή ελαφρά παραλλαγμένες.
Η μελέτη όλων αυτών των λέξεων και των ποικιλόμορφων περιπτώσεων είναι πολύ ενδιαφέρουσα και καθιστά οικείους σ’ εμάς τύπους της αρχαίας ελληνικής. Ανάμεσα στα λέξεις που διατηρήθηκαν ακέραιες στην ποντιακή από την αρχαία ελληνική είναι το ρήμα «εγκαλώ» (=κατηγορώ), το «ριγώ» (=κρυώνω), το «σπογγίζω» (=σκουπίζω, καθαρίζω), το «αναλύω» (=μουσκεύω, βάζω κάτι μέσα στο νερό για να μαλακώσει), η «δείσα» (υγρασία, ομίχλη), ο/η «καλλίων» (=καλύτερος), ο «αλυκός» (=αλμυρός) και πολλές άλλες, ενώ συναντώνται λέξεις οι οποίες, αν και δεν διατηρήθηκαν ακέραιες, μαρτυρούν ευδιάκριτα την ετυμολογική τους προέλευση. Αναφέρουμε ενδεικτικά το ρήμα «τσανίζω» (<κατανίζω), το «καταινίζω» (<καταιονίζω), το «γλύνω» (<εκλύω), το «λεγμετέρ(ιν)» (<λικμητήριον) και το «τουκάν(ιν)» (<τυκάνη).
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος της ποντιακής είναι πως χρησιμοποιεί ελληνικές λέξεις, ενώ στην κοινή νεοελληνική χρησιμοποιούνται ξένες. Ενώ, λοιπόν, το γιαούρτι είναι τουρκική λέξη και έχει περάσει σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, στην ποντιακή το ονομάζουμε ξύγαλαν (<οξύς+γάλαν). Επίσης, για τη λέξη κόσα, που σημαίνει το μεγάλο δρεπάνι με το οποίο θερίζει κανείς όρθιος και είναι λέξη σλαβικής προέλευσης, η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «κερεντή», η οποία βγαίνει από το ρήμα «κείρω» (κουρεύω).
Η ποντιακή, κρατώντας τη λέξη «μακέλιν» αντί για τη λέξη κασμάς, που χρησιμοποιούμε σήμερα, διατηρεί την αρχαία ελληνική λέξη «μακέλη» κι όχι τη λέξη «κασμάς» που είναι τουρκικής προέλευσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη «ρούχο». Ενώ δηλαδή η ποντιακή χρησιμοποιεί τη λέξη «λώμα», που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «λώπη» (ένδυμα), η νεοελληνική χρησιμοποιεί τη λέξη «ρούχο», από τη σλαβική «eruh».
Ακόμη, στην ποντιακή χρησιμοποιείται το ρήμα «καλλύνω» της αρχαίας, το οποίο δεν έχει μείνει στη νέα ελληνική, ενώ χρησιμοποιούμε τα καλλυντικά, για να καλλωπιστούμε.
Μία επιπλέον διάσταση που υπάρχει στην ποντιακή και καταδεικνύει την άρρηκτη σχέση της με την αρχαία ελληνική είναι η δημιουργία λέξεων, απλών ή σύνθετων, από λέξεις της αρχαίας ελληνικής.
Η λέξη «ώρα» (<ορώ, φροντίδα, μέριμνα) μας δίνει το ρήμα ωριάζω και εριάζω, που σημαίνει φροντίζω, προσέχω, φυλάω, ενώ μια σύνθετη λέξη της ποντιακής που σχηματίζεται από λέξεις της αρχαίας είναι η λέξη χαμαιλέτες (<χαμαί+αλέτης, μύλος). Ακόμη και η λέξη «τσαντζαρεύω» (=αναρριχώμαι) που ακούγεται ηχητικά αστεία, προκύπτει από το ουσιαστικό τσάντζαρος της ποντιακής (τσάντζαρος<κάνθαρος στην αρχαία ελληνική).
Στην ποντιακή, επίσης, διατηρήθηκαν πολλές λέξεις της αρχαίας οι οποίες δεν συναντώνται στη νέα ελληνική. Έτσι, συναντάμε στην ποντιακή τη λέξη «νεατόν», που σημαίνει τον οργωμένο αγρό ή το χωράφι και η οποία προέρχεται από τη λέξη «νεατός», η οποία δηλώνει την άροση και τον πρόσφατα οργωμένο χώρο. Άλλη μία τέτοια λέξη είναι η λέξη «καπίτζ(ιν)» που σημαίνει το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά και προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας «καπίθη», που έχει την ίδια σημασία.
Αρχαία ετυμολογική προέλευση έχει και η λέξη της ποντιακής «χάταλον», η οποία σημαίνει το βρέφος και προέρχεται από το επίθετο «αταλός» (=μαλακός, τρυφερός), όπως και η λέξη χοινίκ(ιν), που είναι μέτρο για σιτηρά και για όσπρια και συναντάται ως «χοίνιξ» στην αρχαία ελληνική.
Δυστυχώς, η αντιμετώπιση της ποντιακής δεν ήταν διαφορετική από την αντιμετώπιση που είχαν οι πρώτοι πρόσφυγες Πόντιοι.
Η γοητευτική αρχαιοπρεπής διάλεκτος αντιμετωπίστηκε με χλευασμό ως κατώτερη μορφή γλώσσας, ενώ οι ντόπιοι τούς κορόιδευαν ως «αούτηδες», επειδή στην ποντιακή η αντωνυμία «αυτός» κράτησε την αρχαία προφορά της, όπως άλλωστε η προφορά του «η» διασώζεται ως «ε» στην ποντιακή. Επί δικτατορίας Μεταξά επιβλήθηκε η απαγόρευση της ποντιακής διαλέκτου, κι ένας Πόντιος που για κακή του τύχη είχε ξεστομίσει τη φράση «ας τρώγομεν έναν ξύγαλαν» συνελήφθη και οδηγήθηκε στη χωροφυλακή (πηγή: Ατείν’ που ’κ’ εγέλασαν καμμίαν, Θεοδώρας Ιωαννίδου-Καρακουσόγλου).
Κάθε γλώσσα και διάλεκτος καθρεφτίζει τη φυσιογνωμία ενός συγκεκριμένου πολιτισμού και εκφράζει τις δικές του σταθερές.
Όσοι μιλούν την ποντιακή νιώθουν πόσο συναίσθημα περικλείουν οι φράσεις «πουλί μ’» και «λελεύω σε», και πόση συνοχή κι αγάπη για τη ράτσα κουβαλά η φράση «τ’ εμέτερον».
Γι’ αυτό η απώλεια μιας γλώσσας ή διαλέκτου είναι ταυτόσημη με την απώλεια του ίδιου του πολιτισμού που τη δημιούργησε και ταυτόχρονα υποδηλώνει και την απώλεια της ιστορικής του συνέχειας σε ορισμένο βαθμό. Σήμερα, εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη Γενοκτονία των Ποντίων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, και με την αποκατάσταση των αντιλήψεων για τα ιδιώματα και τις διαλέκτους, διαπιστώνουμε πως η τελευταία πράξη της καταστροφής θα ήταν η απώλεια του πολιτισμικού θησαυρού της Ανατολής.
Μέχρι στιγμής, άλλωστε, «δάσκαλοι» της ποντιακής είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας και η εκμάθησή της γίνεται αποκλειστικά και μόνο βιωματικά, με εξαίρεση τον έναν χρόνο διδασκαλίας της σε πρόγραμμα του Ίδρυμα Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ). Η τύχη και το μέλλον της διαλέκτου μας, που κόντρα σε πολλές αντιξοότητες επιβιώνει ως τις μέρες μας, επαφίεται στην κρίση του καθένα…
Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου
Φιλόλογος – Εκπαιδεύτρια ποντιακής διαλέκτου