Ελλείψει αγροτικής γης, σε πολλές περιοχές του Πόντου η οικόσιτη κτηνοτροφία ήταν ίσως ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Κάθε οικογένεια είχε 3-4 τουλάχιστον αγελάδες (χτήνια, στα ποντιακά), τις οποίες το χειμώνα τις στάβλιζαν ταΐζοντάς τες στο ισόγειο του σπιτιού και τον υπόλοιπο χρόνο τις έβοσκαν στα λιβάδια, είτε σε αυτά που ήταν κοντά στο χωριό, τα κώμια, είτε στα παρχάρια.
Στα παρχάρια, το καλοκαίρι, μια από τις πιο σημαντικές αγροτικές δουλειές ήταν το θέρισμα του χορταριού το οποίο προοριζόταν για να ταϊστούν τα ζώα το χειμώνα. Η ζωοτροφή αυτή συμπληρωνόταν από φύλλα, συνήθως δρυός, που κόβονταν και ξεραίνονταν.
«Εφτάγω φύλλα» λέγεται το κόψιμο των φύλλων. «Τσαϊροκόψιμο» ονομάζεται το θέρισμα του χορταριού. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσιαΐρ», που σημαίνει λιβάδι.
Το τσαϊροκόψιμο ήταν αμιγώς αντρική δουλειά καθώς χρειαζόταν ιδιαίτερη σωματική δύναμη. Για το θερισμό χρησιμοποιούνταν η κερεντίν‘, αλλιώς και κόσσα.
Από τη συγκεκριμένη διαδικασία η λαϊκή παράδοση «προικίστηκε» με τους εξής στίχους:
Αρνί ‘ς σο τσιαϊροκόψιμο σ’
Έπαρ’ κι εμέν εργάτεν
Τα χορτάρια ντο κόφτουμεν
θ’ εφτάμ’ ατα κρεβάτιν.
Αρνί τα λιβαδίας ι σ’
εγώ θα κερεντίζω
αοίκον έμφορφον κορίτσ’
πώς να μην ποδεδίζω.