Αγαπητή μου Κυριακή
Πλησιάζει το τέλος μας, ο θάνατος περιίπταται των κεφαλών μας. Χθες ενενήκοντα πέντε Αμισηνοί και Παφραίοι κατεδικάσθησαν εις θάνατον δι’ αγχόνης, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήσαν το άνθος των άνω πόλεων, επιστήμονες, έμποροι, τραπεζίται, τυχόντες πάσης ηλικίας – ώστε και εις ημάς το ίδιον θα συμβή.
Μήπως είμεθα ένοχοι;
Το μόνο που εκάμαμεν ήτο ότι εβοηθούμεν τα ορφανά και τους πτωχούς πρόσφυγας και εφροντίζαμεν όπως επανέλθουν εις τας εστίας των. Όταν λάβης αυτήν την επιστολήν μου, γλυκειά μου Κυριακή και γλυκύτατά μου τέκνα, δεν θα υπάρχω πλέον, δεν θα επανίδω πλέον την γλυκείαν σου μορφήν και των τέκνων μας.
Αγαπητή μου, εις τον βίον μου υπέφερα, υπέφερες και συ – την στιγμήν, καθ’ ην θα αναπαυόμεθα, φευ! αποχωριζόμεθα.
Χαίρετε, αγαπητή μου, και υγιαίνετε, φρόντισε δια την υγείαν σου, δια να μπορείς ν’ αναθρέψης, όπως πρέπει, τα τέκνα μας, να γίνουν καλοί πολίτες. Όπως σου έγραφα, εάν ενθυμείσαι, εάν αποθάνω, θα γίνης εσύ άνδρας, να μπορής να φέρης το βάρος το οποίον σου αφήνω. Φίλησε την θυγατέραν μου Δέσποινα, τους υιούς μου Χάρην, Θεοδωράκην, Βάσον, Παναγιώτην, Κωστάκην και Λευτεράκην.
Ο δυστυχής εγώ δεν θα σας επανίδω εις τον κόσμον τον επίγειον, αλλά εκ του ουρανίου κόσμου, όπου θα ευρίσκωμαι, θα σας επιβλέπω ευτυχής.
Φιλώ τους αδελφούς μου Νικόλαον, Ηλίαν, τας αδελφάς μου Ευανθίαν και Κυριακήν, τους γαμβρούς μου Γιάγκον και Σωκράτην. Επίσης τους αδελφούς σου Νικολάκην, Παναγήν και Αντώνην και πάντας τους συγγενείς και φίλους.
Σας φιλώ με άπειρα φιλήματα. Υγιαίνετε!
Γεώργιος Κακουλίδης