Γεννήθηκα στο Χασάνι στο Ελληνικό το 1937. Ο πατέρας μου είναι ο Χρήστος Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στην Κρώμνη του Πόντου, η μάνα μου λέγεται Αθηνά Γατζίδου το πατρικό της, γεννήθηκε στη Χαιρίενα, στο χωριό Πελέν της Χαιρίενας. Ο πατέρας μου είναι του 1902 και η μάνα μου το 1910 ήταν γεννημένη.
Η δουλειά του πατέρα μου, κατ’ αρχήν ήρθε ο πατέρας μου 16 χρονών από την πατρίδα εδώ, βέβαια ήταν μεγαλούτσικος με τα… απ’ τα πέντε αδέλφια οι τέσσερις ήρθαν στην Ελλάδα με τη γιαγιά μου την Ελένη η οποία ήταν χήρα βέβαια γιατί χήρεψε στην Κρώμνη. Ο πατέρας μου και τα άλλα τα δύο αδέλφια του είχανε μαγαζί στη Τραπεζούντα το οποίο υπάρχει και σήμερα, ένα διώροφο, κοντά στο μεϊντάν, την κεντρική πλατεία της Τραπεζούντας, και ήταν ένα μαγαζί με ψιλικά, δηλαδή γενικά τα πάντα. Πως είναι η λέξη μπακάλικο που έχει τα πάντα μέσα, αλλά αυτοί φέρνανε και διάφορα προϊόντα από την Ευρώπη. Δηλαδή φέρνανε και όπλα και μπαρούτι και κοκαλάκια ας πούμε, ζινίσια τα λέμε ποντιακά, διάφορα προϊόντα. Σήμερα το μαγαζί το έχει ένας Τούρκος που το έχει υφασματάδικο, υφάσματα πουλάει στη Τραπεζούντα, το είδα δηλαδή.
Η μάνα μου στο Πελέν που γεννήθηκε… η δουλειά του παππού μου ήταν φούρναρης. Αλλά φουρνάρικο δεν, είχανε έναν χαμελέτε που λέμε στη Χαιρίενα γιατί είναι τόπος παραγωγής σιτηρών, η Χαιρίενα είναι κάμπος, είχε μύλο που άλεθε δηλαδή τα σπαρτά αλεύρια, αλλά σύντομα έφυγε και πήγε στη Ρωσία στο Βατούμ όπου είχε φτιάξει τρεις φούρνους. Είχε αρκετό προσωπικό, είχε πολύ κόσμο που δούλευαν εκεί και ήταν ευκατάστατος, δηλαδή έβγαζε λεφτά τότε.
Όταν το ’19 είχανε φουντώσει οι διωγμοί, μέσα στην περιοχή των διωγμών ήταν και η Χαιρίενα. Η μόνη δηλαδή που δεν υπέστη διωγμούς ήτανε μόνο η Τραπεζούντα και κάτι λίγα χωριά γύρω από την Τραπεζούντα. Ο υπόλοιπος τόπος ο Πόντος, κι αυτό γιατί σώθηκε από τον αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο τότε σαν ανταπόδοση των Τούρκων, επειδή έσωσε τους Τούρκους όταν μπήκανε μέσα οι Ρώσοι και δεν τους είχαν πειράξει και σαν καλή θέληση ας πούμε για ευγνωμοσύνη δεν πείραξαν. Ο υπόλοιπος Πόντος όμως υπέστη τα πάνδεινα όπως ξέρουμε με τη Γενοκτονία.
Μαθαίνοντας λοιπόν ο παππούς απ’ το Βατούμ ότι επίκεινται οι διωγμοί, γύρισε εσπευσμένα στη πατρίδα γιατί ήταν όλη η οικογένεια εκεί πέρα. Και άφησε τον μεγάλο τον αδελφό της μάνας μου σαν διευθυντή ας πούμε εκεί πέρα της επιχείρησης και γύρισε στην πατρίδα. Και ευτυχώς γύρισε γιατί ξεκίνησαν η εξορία, βέβαια ήταν καλοκαιρινή η δική μας της Χαιρίενας, προς τα ενδότερα της Τουρκίας. Και μάλιστα στο δρόμο της εξορίας έπιασε τη γιαγιά μου τύφος. Από τύφο πεθαίνανε σαν τα κουνούπια, δηλαδή πάρα πολύς κόσμος από τον τύφο.
Ο παππούς μου επειδή είχε χρήματα, είχε φέρει χρήματα ρωσικές λίρες από την Τουρκία, με έναν Τούρκο γιατρό του είπε ότι θα της δίνεις κάθε μέρα όσο μπορείς τρεις-τέσσερις φορές την ημέρα θα της δίνεις αριάνι, το γιαούρτι δηλαδή. Και αυτό πίνοντάς το, το έβγαζε απ’ τον τύφο τον υψηλό πυρετό. Και μ’ αυτόν τον τρόπο σώθηκε η γιαγιά μου και ήρθε στην Ελλάδα μετέπειτα.
Στη Χαιρίενα ήτανε η μάνα μου με τα άλλα τρία αδέλφια της, όχι δύο ήτανε, τρία ήτανε σύνολο τα αδέλφια και ένα η μάνα μου τέσσερα. Οι δύο είχανε μείνει στην Τουρκία και το ’22 που έγινε η ανταλλαγή κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και ήρθανε με ελληνικό βαπόρι τότε το οποίο τους έβγαλε στην Πρέβεζα. Και από την Πρέβεζα τους πήγανε στην Παραμυθιά.
Στην Παραμυθιά, επειδή ο παππούς μου ήτανε και μουχτάρης στην Χαιρίενα, ο μουχτάρης ο Τούρκος που ήτανε εκεί και ήτανε υπ’ ατμόν για να φύγει, για να φύγουν και οι Τούρκοι δηλαδή σαν ανταλλάξιμοι που ήτανε, του είπε έλα πάρε το σπίτι το δικό μου το κονάκι που ήτανε το καλύτερο της Παραμυθιάς.
Και πράγματι ήταν ένα υπέροχο σπίτι μεγάλο, στην πλατεία επάνω.
- Συνέντευξη στον Μενέλαο Χαραλαμπίδη. Απόσπασμα από το Αρχείο Μαρτυριών ΙΜΕ.