Η Κερασούντα, παραθαλάσσια πόλη του Πόντου ιδρύθηκε τον 7ο π.Χ. αιώνα από Μιλήσιους της Σινώπης. Βρίσκεται σε μαγευτική τοποθεσία, περιτριγυρισμένη από πευκοδάση, έλατα και βαλανιδιές, οπωροφόρα δέντρα, καστανιές, φουντουκιές, καρυδιές και κερασιές. Το 73 π.Χ. ο κατακτητής του Πόντου Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλος, από εδώ μετέφερε στη Ρώμη το δέντρο της κερασιάς και το μεταφύτευσε, κάνοντάς το γνωστό στη Δύση. Όπως σημειώνει ο Εμπορικός Οδηγός 1921, η Κερασούντα αριθμούσε 22.000 κατοίκους. Από αυτούς οι 10.000 ήταν Έλληνες.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, κυριότεροι Έλληνες επιχειρηματίες της Κερασούντας ήταν οι εξής. Τραπεζίτες: Γ. Μαυρίδης, Ι. Σουρμελής, Γ. Πισάνης. Έμποροι σιτηρών-αλεύρων: Γ. Κακουλίδης, Μ. Καραμβάλης και Σια, Μ. Δελικάρης, Γ. Πισάνης. Έμποροι εδωδίμων: Αδελφοί Χρυσόπουλοι, Γ. Φωκαΐδης. Ιδιοκτήτης διυλιστηρίου: Αριστείδης Ιωαννίδης. Ιδιοκτήτης εργοστασίου οινοπνεύματος: Κύριλλος Παυλίδης. Εξαγωγείς αυγών: Αδελφοί Κακουλίδη, Γ. Παυλίδης. Στην πόλη λειτουργούσαν τα ξενοδοχεία «Belle Vue» του Θύμιου Παππαδόπουλου, «Κερασούντα» του Κακουλίδη, «Μαύρη Θάλασσα» και «Θεόφιλος Παλλάς» του Θεόφιλου, καθώς και τα εστιατόρια του Χαράλαμπου Λάζαρη και το «Πάντσο» του Παπαδόπουλου.
Στην Κερασούντα η φουντουκοκαλλιέργεια αποτελούσε την κυριότερη ασχολία των Ελλήνων της περιοχής. Ιδιαίτερα από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν άρχισε να αυξάνεται η ζήτηση και να ανεβαίνει η τιμή των φουντουκιών στη διεθνή αγορά, όλες οι εκτάσεις τριγύρω από τα χωριά μεταβλήθηκαν σε λεπτοκαρυώνες (φουντουκοφυτείες).
Ο Θ. Μ. Παπαθεοδωρίδης στο βιβλίο του Αξέχαστα από τον Πόντον αναφέρει ότι η συγκομιδή των φουντουκιών διαρκούσε από τις αρχές του Αυγούστου μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη και γινόταν ή με το τίναγμα των κλαδιών ή με την απευθείας συλλογή από τα κλαδιά.
Στη μέση κάθε κτήματος υπήρχε ένα αλώνι, το «φουντούκι-χαρμανί», όπου χειροδύναμοι εργάτες μετέφεραν τον καρπό μέσα σε μεγάλα φουντουκοκάλαθα («χαρέρια»). Εκεί ένας ειδικός εργάτης ανακάτευε αδιάκοπα με μια χτένα (το «κελπέρι»), μέχρι την αποξήρανση και την αποχώρηση των περιβλημάτων από τον καρπό. Ακολουθούσε η αποξήρανση του καρπού, αρχικά για λίγες ημέρες ακόμη στο αλώνι και μετά σε αυλές, εξώστες, εξέδρες, γήπεδα, πλατείες, αμμώδεις παραλίες και άλλα κατάλληλα μέρη.
Κατόπιν, τα αποξηραμένα φουντούκια πήγαιναν στο μύλο για σπάσιμο και διαλογή. Η μυλωνού, κατά κανόνα μια ρωμαλέα γυναίκα, με το δεξί χέρι γύριζε το μύλο και με το αριστερό τροφοδοτούσε σε κανονικά διαστήματα. Από τη δεξιότητα και την πείρα της εξαρτώταν το πετυχημένο σπάσιμο του καρπού σε ακέραιο και όχι σε μισά ή μικρότερα κομμάτια.
Το επόμενο στάδιο επεξεργασίας ήταν η διαλογή. Η εργασία αυτή γινόταν σε μεγάλες αίθουσες. Ολόγυρα από τα τραπέζια που ήταν τοποθετημένα στη σειρά κάθονταν 6-12 διαλέχτριες, τα «καντσοκόριτσα» όπως τα έλεγαν, οι οποίες με ταχύτατες κινήσεις των δαχτύλων έριχναν σε ξεχωριστά δοχεία τα ακέραια, τα μισά και τα σάπια («τσουρούκια») φουντούκια. Τα γέλια, τα τραγούδια, τα αστεία και τα αλληλοπειράγματα των κοριτσιών, ανάκατα με τον διαρκή θόρυβο των μύλων και τον χαρακτηριστικό κρότο του σπασίματος των φουντουκιών, δημιουργούσαν μια μοναδική ατμόσφαιρα στα καταστήματα αυτά. Αργότερα οι φουντουκομηχανές αντικατέστησαν τα «καντσοκόριτσα» πλήττοντας τις φτωχές οικογένειες της περιοχής.
Από τα σάπια έβγαζαν λάδι (φουντουκόλαδο), ενώ τα κομματιασμένα καταναλώνονταν στις τοπικές αγορές αφού πρώτα τα καβούρντιζαν στο φούρνο. Να σημειώσουμε ακόμα ότι οι φουντουκοπαραγωγοί δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα φουντούκια στην αγορά για πώληση αν δεν ανακοίνωνε ο τελάλης την κυβερνητική διαταγή για την έναρξη των αγοραπωλησιών και τον καθορισμό των τιμών που αποτελούσαν βάση για τη φορολογία της δεκάτης. Φυσικά, αρκετοί φουντουκοκαλλιεργητές προπωλούσαν τη σοδειά τους από ανάγκη σε τιμές κατώτερες.
Κύρια γεωργικά προϊόντα της περιοχής ήταν τα δημητριακά, ο αραβόσιτος, το κεχρί και η βρώμη. Τα καπνά της Κερασούντας ήταν πασίγνωστα στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ τα λευκά, ξερά φασόλια της εξάγονταν στη Γαλλία. Επίσης, υπήρχε αναπτυγμένη κτηνοτροφία.
Τα χωριά της Κερασούντας υπάγονταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλδίας.
- Σούλα Μπόζη, Καππαδοκία, Ιωνία, Πόντος. Γεύσεις & παραδόσεις (φωτογραφίες: Λίζα Έβερτ), εκδ. Αστερισμός – Λίζα Έβερτ, Αθήνα 1997.