«Στα 1920 ήρθαν ξανά. Μάζεψαν όλους τους κατοίκους από 16 χωριά (Καπλάν, Σαρατζούκ, Μπατζάς, Τάχνα, Αϊντογτού, Σουλεϊμάνκιοϊ, Κοσυρύφ, Χατζίντεντε, Ασίκκιοϊ, Αλντιχασάν, Γιάλμπασαν, Τσιφλίκ, Κοτσιπελέρ, Οσμάνογλου κ.ά.) και τους έστειλαν εξορία. Τριάντα μέρες περπατούσαμε, Αμάσεια, Τοκάτη, Σεβάστεια, και φτάσαμε στη Μαλάτεια. Μας έχωσαν σ’ ένα αρμένικο μοναστήρι. Είκοσι μέρες καραντίνα μας κράτησαν εκεί. Μετά μας χώρισαν σε ομάδες από 20, 40, 50 και μας έστειλαν σε διάφορες επαρχίες της περιφέρειας Μαλάτειας.
»Η δική μας ομάδα έπεσε στην κωμόπολη Άργανα, τέσσερις ώρες δυτικά της Μαλάτειας. Όλους τους ηλικιωμένους, άνδρες και γυναίκες, τους θέρισε η αρρώστια: τύφος, ευκοιλιότητα, πονόματος – όλα τα κακά έπεσαν απάνω μας. Εκεί όσους μπορούσαν να δουλέψουν, μας επιστράτευσαν. Μας πήγαν στο Οσμανιέ, κοντά στο Ντιάρμπεκιρ, στο λόχο σκαπανέων στα Αμελέ Ταμπουρού. Εδώ βρήκαμε κι άλλους. Μάθαμε πως πριν από μας ήταν εκεί ένας λόχος από διακόσιους Έλληνες. Όλοι αυτοί πέθαναν από την πείνα, τις κακουχίες και την εξαντλητική δουλειά.
»Τριάντα πέντε μέρες κάθισα, υπόφερα πολύ. Κατάλαβα πως δεν θα ζούσα αν συνέχιζα να μένω εκεί. Λιποτάχτησα μαζί με άλλον έναν χωριανό μου. Τρεις μέρες κάναμε να φτάσουμε στο Ντιάρμπεκιρ. Πετσί και κόκαλο ήμασταν από την πείνα. Από τρύπες μπήκαμε στον χριστιανικό μαχαλά. Το τείχος ήταν ψηλό, ως 8 μ., και φάρδος 4-5 μ. Δωμάτια είχε μέσα το τείχος. Τις τέσσερις πόρτες του τις φύλαγαν Τούρκοι στρατιώτες. Τα καταφέραμε, τρεις-τέσσερις μέρες ζητιανεύαμε στον χριστιανικό μαχαλά. Όλοι μας δίνανε, δεν μπορούσαμε να χορτάσουμε ψωμί. Εκεί καθίσαμε δέκα μέρες.
»Στο χωριό Αλή Πουνάρ ήσαν πολλοί δικοί μας πρόσφυγες. Ήρθαν στην αγορά του Ντιάρμπεκιρ να ψωνίσουν. Πήραμε θάρρος εμείς και πήγαμε μαζί τους σ’ αυτό το χωριό. Μείναμε δεκαπέντε μέρες εκεί. Από το Αλή Πουνάρ πήγαμε σ’ ένα μπέικο τσιφλίκι, του Κούρδου Χασάν μπέη. Ήμασταν 5-6 Έλληνες, καμιά 26αριά Κούρδοι και κολίγοι μαζί. Εκεί δεν είχαμε κανένα φόβο να μας πειράξουν. Ο μπέης ήταν ανεξάρτητος. Πέρασε ένας μήνας. Ήρθαν τότε και οι δικές μας οικογένειες από τη Μαλάτεια στο Ντιάρμπεκιρ. Ήταν οι χωριανοί μου και η οικογένειά μου. Μείναμε άλλους τρεις μήνες. Δουλεύαμε σε διάφορα χωριά.»
Η Ανταλλαγή
«Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του ’22 πληροφορηθήκαμε πως υπεγράφη η Ανταλλαγή. Έδωσαν εντολή οι τουρκικές αρχές να βγάλουμε διαβατήριο. Ετοιμαστήκαμε και φύγαμε για το Χαλέπι. Πέντε μέρες περπατούσαμε ως το χωριό Παπούλ Χαράτσι, όπου σε τρεις μέρες ήρθε η αμερικανική περίθαλψη. Μας μοίρασαν τρόφιμα και μας είπαν πως με τρένο θα πάμε στο Χαλέπι. Στο Χαλέπι μάς εγκατάστησαν σε διάφορα σπήλαια. Μας βοήθησε η εκεί Μητρόπολη. Μας έδωσε χρήματα, ρούχα, τροφή. Ήταν πολύ εύφορο μέρος το Χαλέπι. Πιάσαμε δουλειά όλοι οι πρόσφυγες. Βγάζαμε 15-40 γρόσια την ημέρα. Κάναμε μικροδουλειές, δουλεύαμε σαν αχθοφόροι.
»Στους οκτώ μήνες πάνω φύγαμε μέσω Βηρυτού. Φτάσαμε στον Πειραιά. Δέκα μέρες μας κράτησαν στην καραντίνα του Αγίου Γεωργίου. Μετά μας έστειλαν στη Θεσσαλονίκη. Στο Χαρμάνκιοϊ της Θεσσαλονίκης μείναμε δεκαπέντε μέρες και μετά μας έστειλαν στα Γρεβενά.
»Από τα Γρεβενά μάς έστειλαν στο χωριό Τόριστα. Σήμερα το λένε Ποντινή. Μας έδωσαν ζώα και χτήματα. Τέσσερα χρόνια μείναμε εκεί. Μάθαμε πως στην Κατερίνη ήταν καλύτερα. Ήρθαμε κι αγοράσαμε από τους τσιφλικούχους του Κούκου, Καραβιδαίους και Αλβανούς, χτήματα. Χτίσαμε σπίτια και εγκατασταθήκαμε μόνιμα από το 1930. Η αγορά μας μετά ματαιώθηκε [ακυρώθηκε]. Μας τα ξανάδωσαν αφού τα απαλλοτρίωσαν.»
Από το βιβλίο του Τάσου Σταμπολίδη Οι ρίζες μας – Ο Βατόλακκος Γρεβενών.