«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες, και όταν συναντούσαμε χωριά κι ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (Ζήτω Κεμάλ, ζήτω), κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι».
Από την Τραπεζούντα με πλοίο στην Ελλάδα.
«Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Όταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους, σπίτια, μαγαζιά, το φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής. Το “Κιτσεμάλ” ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο, που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε.
»Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία, και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια».