Πολλοί τον μπερδεύουν με την κεμεντζέ, την ποντιακή λύρα, κυρίως λόγω της εξωτερικής τους ομοιότητας αλλά και της ποντιακής καταγωγής. Ωστόσο ο κεμανές (ή η κεμανή) των Ελλήνων της Καππαδοκίας και του Ατά-Παζάρ’ (Βιθυνία) έχει διαφορές στην κατασκευή, στο ρεπερτόριο, ενώ έχει και μεγαλύτερες τεχνικές δυνατότητες.
Στην πραγματικότητα η τετράχορδη αυτή λύρα, ο καππαδοκικός κεμανές, είναι πιο κοντά με το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό όργανο «λύρα ντα μπράτσο».
Ως μονόχορδο όργανο πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο αιώνα, εμπλουτίστηκε με τρεις χορδές τον 10ο αιώνα και έγινε τετράχορδος τον 15ο, έχοντας και τέσσερις συμπαθητικές χορδές πίσω από τις κύριες που συντονίζονται μαζί τους και πλουτίζουν το ηχόχρωμα του οργάνου.
Σε σχέση με τη λύρα έχει ηχείο μακρύτερο και πιο πλατύ, με σχεδόν διπλάσιο ύψος. Η σημερινή του μορφή, όπως παρουσιάζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα, έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον τρόπο παιξίματος «όπως μας παρουσιάστηκε στις περιοχές της Καππαδοκίας (Φάρασα, Νίγδη) και του κεντρικού Πόντου», λέει ο Γιώργος Πουλαντσακλής.
Σε γενικές γραμμές φτιάχνεται όπως η αχλαδόσχημη λύρα, με τα ίδια υλικά: σκληρά ξύλα για το ηχείο, το χέρι και την κεφαλή, και πιο μαλακά για το καπάκι. Το δοξάρι είναι τοξοειδές, χρησιμοποιείται όπως της λύρας ή του βιολιού και κρατιέται με την παλάμη προς τα κάτω. Το όργανο ακουμπάει στο αριστερό πόδι του μουσικού, τα δάχτυλα του οποίου πατούν τις χορδές με τον ίδιο τρόπο όπως και στη λύρα.
Ωστόσο σε κάθε περιφέρεια παρατηρείται διαφορετικό μουσικό ύφος, διαφορετική τεχνοτροπία ακόμα και γλωσσικό ιδίωμα.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Πουλαντζακλή, η ηχητική διαφορά του και με τη λύρα αλλά και με το βιολί, είναι ότι δεν υπάρχει μονόχορδος τρόπος παιξίματος, αλλά συνολικός όγκος ήχου που υποστηρίζει δυο μουσικά θέματα.
«Αυτό το είδος χορδίσματος το συναντάμε στην περιοχή του Ατά Παζάρ, στην Πουλαντζάκη, στην Κερασούντα, στα Κοτύωρα, στην Τρίπολη, στην περιοχή της Κριμαίας και στον ευρύτερο χώρο της Κολωνίας (Νικόπολη)», αναφέρει.