Ήταν το μέσο επιβίωσης στην προσφυγιά, ο συνδετικός κρίκος με όσα έμειναν πίσω. Η ποντιακή λύρα, η κεμεντζέ, το παραδοσιακό μουσικό όργανο των Ποντίων, θεωρείται ότι έχει εξαιρετικές μουσικές δυνατότητες που δεν περιορίζονται μόνο στην ποντιακή μουσική.
Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα σύμβολο πολιτισμικής ταυτότητας. Ένα αντικείμενο με ισχυρή συμβολική αξία που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει μια κουλτούρα από το παρελθόν, να θυμίσει τις ρίζες των Ποντίων κρατώντας ζωντανή την παράδοση αλλά ταυτόχρονα και να τους βοηθήσει στη δημιουργία μιας ταυτότητας.
«Σύρω το τοξάρι μ’ δεξιά, ανοίγουνταν γεράδες • παίρω και συρ’ ατο ζερβά, κλαινίζω τσι μανάδες» (Σέρνω το δοξάρι μου δεξιά, ανοίγουν πληγές • παίρνω να το σύρω αριστερά, κλαίνε οι μανάδες), λέει ο «Ύμνος στη λύρα» που έγραψε ο Πολύκαρπος Χάιτας.
Σήμερα δεν είναι λίγα τα ποντιακά σπίτια στα οποία υπάρχει μια λύρα κρεμασμένη στον τοίχο, είτε ως στοιχείο διακόσμησης είτε επειδή ανήκει σε κάποιο μέλος της οικογένειας.
«Συνήθως η θέση της είναι στο σαλόνι. Η αξία της μπορεί να συγκριθεί μόνο με την πολιτιστική αξία ενός αρχαίου ελληνικού αγάλματος. “Ένδοξο παρελθόν” αποκαλούν οι Πόντιοι τη λύρα που συμβολίζει τη κουλτούρα, την ιστορία και τη μουσική», γράφει ο Ματθαίος Τσαχουρίδης.
Η καταγωγή της λύρας
Η μυθολογία μάς έχει αφηγηθεί ότι «εφευρέτης» της λύρας είναι ο Ερμής και ότι την χάρισε στον Απόλλωνα προκειμένου να τον εξευμενίσει. Από τότε θα γίνει το σύμβολο του αρχαίου θεού της ποίησης και της μουσικής.
Αν θελήσει όμως κανείς να αναζητήσει τις αδιάρρηκτες σχέσεις των Ελλήνων με τη λύρα, είτε αυτή είναι ποντιακή είτε πολίτικη, είτε κρητική είτε θρακική, θα πρέπει να πάει πίσω στη λυρική ποίηση, το λογοτεχνικό είδος που αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα και οφείλει το όνομά του στο γεγονός ότι συνοδευόταν πάντα από τη λύρα.
Η δοξαρωτή λύρα θα εμφανιστεί περίπου τον 8ο με 10ο αιώνα στο Βυζάντιο. Ο αποκλεισμός των μουσικών οργάνων από τη λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας οδηγεί τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι κατά τη μεταχριστιανική εποχή η χρήση της περνά εξολοκλήρου στα λαϊκά στρώματα.
Η λύρα του Πόντου
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού η ποντιακή λύρα (ή κεμεντζέ) είναι ένα από τα δοξαρωτά μουσικά όργανά που εμφανίστηκαν στον Πόντο περίπου τον 10ο-12ο αιώνα. Ερευνητές όπως ο Pickens, ο Kilpatrick και ο Bachmann θεωρούν ότι πρόκειται για τη συνέχεια της βυζαντινής και πολυφωνικής μουσικής.
«Πολιτιστικό κέντρο του Εύξεινου Πόντου για τη μουσική» χαρακτηρίζει την Τραπεζούντα ο Reinhard. Σύμφωνα με τον Παύλο Χαιρόπουλο, η καταγωγή της κεμεντζέ ανάγεται στην Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα.
Η λύρα των Ελλήνων του Πόντου έχει φιαλόσχημο ηχείο, κοντό λαιμό (γούλα) και τρεις μονές χορδές. Οι Έλληνες της Καππαδοκίας και οι Πόντιοι του Ατά-Παζάρ’ χρησιμοποιούν τον κεμανέ που έχει μεγαλύτερο ηχείο από τη λύρα, κεφαλή όπως του βιολιού και τέσσερις ή πέντε βασικές και ανάλογες συμπαθητικές χορδές.
Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν συνηθισμένο οι οργανοπαίχτες να είναι και κατασκευαστές. Το ίδιο ίσχυε και για τον Πόντιο λυράρη που κατασκεύαζε και επισκεύαζε μόνος τη λύρα του.
Τρία είναι τα μεγέθη μιας ποντιακής λύρας και σχετίζονται με το μήκος, το πλάτος και το βάθος του ηχείου: το μικρό (ζιλ), το μέτριο (ζιλοκάπανο) και το μεγάλο (καπάν). Τα μικρά όργανα ήταν πιο ελαφριά και με πιο διαπεραστικό ήχο, και γι’ αυτό προτιμούνταν από τους λυράρηδες του Πόντου που συνήθιζαν να παίζουν όρθιοι.
Οι παραδοσιακοί κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν μονοκόμματο ξύλο και κολλούσαν μόνο το καπάκι, καθώς θεωρούσαν ότι έτσι επιτύγχαναν καλύτερο ήχο. Σήμερα οι περισσότερες λύρες κατασκευάζονται με ξεχωριστά κομμάτια ξύλου. Για το βασικό σώμα του οργάνου χρησιμοποιείται ξύλο δαμασκηνιάς (κοκκύμελον), μουριάς, σφεντάμι, καρυδιά ή κισσός, ενώ για το καπάκι χρησιμοποιείται κυρίως πεύκο ή έλατο.
Οι χορδές της λύρας πλέον είναι κοινές με του βιολιού, για να επιτευχθεί δυνατή «φωνή». Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν έντερο ζώων ή μετάξι.
Το δοξάρι της είναι κυρτό και φτιάχνεται από σκληρό ξύλο. Έχει ίνες (τρίχες από ουρά αλόγου) και συνήθως δένεται με ένα κομμάτι πανί στο μέρος που κρατιέται με το χέρι και κολλάει στο άλλο άκρο. Επειδή δεν είναι πολύ τεντωμένο, το τεντώνουν με τα δάχτυλα.
Για να κατασκευαστεί ένα δοξάρι απαιτείται όλη η τέχνη του μάστορα καθώς πρόκειται για το κύριο εργαλείο ενός λυράρη. Ειδικά για τον Πόντιο, ο οποίος μπορεί να το χειριστεί με αριστοτεχνικό τρόπο και ταχύτητα που μπορεί να φτάσει ακόμα και στις επτά δοξαριές το δευτερόλεπτο.
Τεχνικές παιξίματος
«Τυλίεις τα πέντε δάχτυλα σ’ • ‘ς ση κεμεντζές την γούλαν • και με τα τοξαρέα σ’ • δί’σ’ ‘ς σην καρδία μ’ βρούλαν» (Τυλίγεις τα πέντε δάχτυλά σου στης λύρας το λαιμό • και με τις δοξαριές ανάβεις στην καρδιά φωτιές), λέει το ποντιακό δίστιχο.
Συνήθως ο λυράρης έπαιζε όρθιος μέσα στο χορό και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση παρακολουθώντας τους χορευτές και συντονίζοντας το παίξιμο με το βηματισμό τους. Όταν είναι όρθιος στηρίζει τη λύρα στον αντίχειρα και στο δείκτη του αριστερού χεριού, που ακουμπάει στη κεφαλή του οργάνου. Όταν κάθεται, παίζει ακουμπώντας τη λύρα πάνω στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δυο πόδια που τα κρατάει ενωμένα. Και στις δυο περιπτώσεις όμως η θέση του οργάνου δεν είναι όρθια αλλά γέρνει λίγο προς τα αριστερά ή και μπροστά.
«Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω ανακαλύψει με την εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών είναι ότι σε κάθε ποντιακή λύρα υπάρχει ένα μοναδικό κούρδισμα που ταιριάζει στις κατασκευαστικές ικανότητες του οργάνου», σημειώνει ο Ματθαίος Τσαχουρίδης.
Πρώτες ηχογραφήσεις
Η έρευνα του Ντέιβιντ Κιλπάτρικ (David Kilpatrick) τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι πρώτες ηχογραφήσεις ποντιακής μουσικής χρονολογούνται γύρω στο 1917.
Ωστόσο, ακρογωνιαίος λίθος στη διάσωση της μουσικής του Πόντου θεωρούνται οι ηχογραφήσεις που πραγματοποίησαν την περίοδο 1930-31 η Μέλπω Μερλιέ και οι συνεργάτες της.
Η κεμεντζέ, η ποντιακή λύρα, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των ηχογραφήσεων και παίζεται με τις ίδιες χαρακτηριστικές συνηχήσεις.
Ο μουσικολόγος Κωστής Δρυγιαννάκης σε άρθρο του αναφέρει ότι οι ηχογραφήσεις της Μερλιέ αποκαλύπτουν μια μουσική ιδιαιτερότητα των Ποντίων που εξελίχθηκε σε ταυτότητα μετά την έλευσή τους στην Ελλάδα. Γεωγραφικά η «ιδιαιτερότητα» αυτή ορίζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του ανατολικού Πόντου, χονδρικά από τη Σινώπη έως το Βατούμ και τους πρόποδες του Καυκάσου.
«Τα δυτικότερα παράλια παρουσιάζουν παραδόσεις οι οποίες, χωρίς να στερούνται ιδιαιτερότητας, βρίσκονται πλησιέστερα σε αυτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και των παραλίων του Αιγαίου, και μάλιστα θυλάκους τέτοιων παραδόσεων συναντά κανείς και στον ανατολικό Πόντο, σε μέρη όπως η Οινόη ή η Κερασούντα», συμπληρώνει ο Κωστής Δρυγιαννάκης.
Οι λυράρηδες
Ήταν το απαραίτητο «συστατικό» για κάθε γλέντι, πανηγύρι ή γάμο. Οι λυράρηδες του Πόντου, που συνήθως ήταν και καλοί τραγουδιστές, έπρεπε εκτός άλλων να διαθέτουν και αντοχή ώστε να παίζουν και να τραγουδούν για όσο τραβήξει η διασκέδαση.
«Εγώ έμ’ π’ ετραγώδεσα, εφτά νύχτας κι ημέρας • ση Δεσποινίτσας τη χαράν, ση Κωνσταντή τον γάμον. Εφτά ημέρας σο ποδάρ’ και ξάι πουθέν ’κι εκάτσα, • εφτά ημέρας σο χορόν κι ομμάτα απάν ’κι έγκα» (Εγώ ’μαι που τραγούδησα εφτά νύχτες και μέρες • στης Δεσποινούλας τη χαρά, στου Κωνσταντή το γάμο. Στο πόδι εφτά μέρες, και πουθενά δεν κάθισα • εφτά ημέρες στο χορό, χωρίς να κλείσω μάτι), λέει το παραδοσιακό τραγούδι.
Ο Στάθης Ευσταθιάδης στην Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού γράφει ότι οι λυράρηδες όφειλαν να ικανοποιήσουν ακόμα και τις επιθυμίες μελλοθάνατων. Λίγο πριν φύγουν από τη ζωή άφηναν «παραγγελιά» να παίξει ο λυράρης που διάλεγαν στο μνήμα πριν από την ταφή. Οι λυράρηδες εκπλήρωναν αυτή την επιθυμία πάντα και στο ακέραιο.
«Πατριάρχης» της ποντιακής λύρας θεωρείται ο Γώγος Πετρίδης (1917-1984). Η αναγνώρισή του από το σύνολο της ποντιακής μουσικής κοινότητας οφείλεται στο γεγονός ότι είναι ο πρώτος που επινόησε νέες τεχνικές παιξίματος. Η διαφορά του σε σχέση με τους άλλους λυράρηδες, της γενιάς του και όχι μόνο, ήταν ότι κατάφερε να ενσωματώσει στην ποντιακή μουσική ιδέες από άλλα όργανα όπως το κλαρίνο, το βιολί και το μπουζούκι, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσει τον παραδοσιακό ήχο.
Στις μέρες μας λειτουργούν δεκάδες σχολές εκμάθησης ποντιακής λύρας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, αρκετές χιλιάδες νέοι παίζουν λύρα και συνεχίζουν την παράδοση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ