Η εκκαθάριση του Πόντου
Στον ίδιο τον Πόντο οι Συμμορίες του Τοπάλ Οσμάν τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Οι τούρκικές συμμορίες «σκότωναν από μίσος και εκδίκηση και όχι με σκοπό να ληστέψουν», σύμφωνα με κείμενα της εποχής. Το Foreign Office ανέφερε :«Ο Οσμάν αγάς, ληστής ταπεινής προέλευσης, έχει αναδειχθεί σε τοπικό δεσπότη της Κερασούντας και προεδρεύει της επιτροπής Εθνικής Άμυνας Κερασούντας, σώμα συνδεδεμένο με τους Νεότουρκους». Ακόμη και ο Σοβιετικός απεσταλμένος στην Τουρκία , Μ. Φρούνζε, που χαρακτηρίζονταν από φιλοτουρκικό πνεύμα, έγραφε για την πολιτική του Τοπάλ Οσμάν:
«…όλη αυτή η πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Τουρκίας, ερημώθηκε σε απίστευτο βαθμό. Απ’ όλο ελληνικό πληθυσμό των περιοχών της Σαμψούντας, της Σινώπης και της Αμάσειας απέμειναν μόνο μερικές αντατροομάδες που περιπλανιόντουσαν στα βουνά. Εκείνος που έγινε περισσότερο γνωστός για τις θηριωδίες του ήταν ο αρχηγός των Λαζών Οσμάν Αγάς, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου με την άγρια ορδή του όλη την περιοχή. Οι ντόπιοι Τούρκοι θυμούνται με φρίκη τη σκληρότητα του».
Σε έκθεση αυτής της περιόδου αναφέρεται:
«Η καταστροφή των χωρίων ήρξατο κατά τον Απρίλιον του 1921 και συνεπληρώθη προ μηνός (Ιούνιος 1922). Άπαντα τα χωρία κατεστράφησαν, εκάησαν, εξερριζώθησαν τελείως. Πάντες οι κάτοικοι των χωρίων τούτων εξωρίσθηκαν και εφονεύθησαν αφιακρίτως γένους και ηλικίας[…] Εκ των εις τα βουνά καταφυγόντων οι ημίσεις απέθανον εκ κακουχιών και φόνων και ασθενείων […] Εγένεντο Αποστολαί εξορίστων εις το εσωτερικόν. Εκάστης Αποστολής οι εξόριστοι ελαμβάνοντο κατ’ εκλογήν μεταξύ των εχόντων ηλικίαν 10-70 ετών. Η τύχη των εξοριζομένων ήτο ως επί το πλείστον σφαγή, αγχόνη και θάνατος εκ κακώσεως και πείνης »
Για την εκτόπιση των Ελλήνων του Πόντου υπάρχουν τρεις επίσημες αποφάσεις. Η πρώτη, που εκδόθηκε στις αρχές του Ιουνίου 1921 και είχε την υπογραφή του Μουσταφά Κεμάλ, αναφέρει: «Η πρόσφατη εμφάνιση του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα και ο βομβαρδισμός της Ινέπολης αυξάνουν την πιθανότητα απόβασης Ελλήνων στη Σαμψούντα. Για αυτό, όσοι Έλληνες μπορούν να κρατήσουν όπλα , από 15 έως 55 ετών, θα εκτοπιστούν στην ενδοχώρα ».
Η δεύτερη είναι η επίσημη εντολή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού Φεβζί, που στάλθηκε στις 3 Ιουνίου 1921 στο αρχηγείο που έδρευε στην Αμάσεια:
«Από το υπουργικό συμβούλιο πάρθηκε η απόφαση να εκτοπιστούν στην ενδοχώρα όλοι οι χριστιανοί που διαμένουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και μπορούν να φέρουν όπλα. Η απόφαση τίθεται σε ισχύ με τη λήψη του τηλεγραφήματος. Σας γνωρίζουμε ότι πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο συσπείρωσης και αντίστασης των χριστιανών καθώς και απόβασης ελληνικού στρατού».
Η Τρίτη απόφαση, υπουργική και πάλι, ελήφθη στις 3 Ιουλίου 1921 και αναφέρει:
«[…] υπάρχει πιθανότητα απόβασης στα παράλιά μας. Αυτά τα μέρη θα εκμεταλλευτεί ο εχθρός κατά του έθνους μας σε συνεργασία με ντόπιους Έλληνες. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία τα έκτακτα μέτρα για την υπεράσπιση της χώρας. Έτσι, από τις 12 Ιουνίου 1921, όλη η παραλία της Μαύρης Θάλασσας και οι κωμοπόλεις κηρύσσονται εμπόλεμη περιοχή ».
Το τέλος του 1921 σφραγίστηκε από τις φοβερές ωμότητες των Τούρκων στον μικρασιάτικο Πόντο. Ο Βρετανός αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη πληροφορούσε τον υπουργό Εξωτερικών:«Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δρουν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων[…] ‘Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφερείας Τραπεζούντας και της ενδοχώρας εκτοπίστηκαν στα εργατικά τάγματα του Ερζερούμ, Καρς και Σαρήκαμις ».
Την ίδια εποχή αντάρτες βρίσκονταν σε κατάσταση απόγνωσης, καθώς καμία βοήθεια δεν έφτανε πλέον σε αυτούς. Οι Σοβιετικοί είχαν αποκόψει τους δρόμους εφοδιασμού από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δεν απαντούσε στις αγωνιώδεις εκκλήσεις τους. Ένα πλοίο που φορτώθηκε στον Πειραιά με όπλα και πυρομαχικά γι’ αυτούς, δεν ξεκίνησε ποτέ. Παρά την αδυναμία και την πολυδιάσπαση τους, οι Πόντιοι αντάρτες σε δύσκολη θέση τον στρατό των Τούρκων. Μολονότι ο αριθμός αντιστοιχούσε σε μία μεραρχία, κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιο τουρκικό στρατό. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επιφορτίσει το 3ο Σώμα του στρατού του που έδρευε στη Σεβάστεια, καθώς το 15ο που έδρευε στο Ερζερούμ, με καθήκον της καταστολής του αντάρτικου ποντιακού περιέγραφε ως εξής το ποντιακό αντάρτικο:”Οι περιοχές δράσης των Πόντιων ανταρτών είχαν χωριστεί. Η δύναμη των Πόντιων ληστών στην αρχή ήταν περίπου έξι έως επτά χιλιάδες ενόπλων. Αργότερα έφτασαν στις εικοσιπέντε χιλιάδες, που είχαν χωριστεί σε μικρές ομάδες και δρούσαν σε διαφορετικά μέρη”.
Ο Κεμάλ, για να δικαιολογήσει τη γενοκτονία κατά του άμαχου πληθυσμού, υπερβάλλει πρωτίστως ως προς τον αριθμό. Επίσης, ενοχοποιεί τον «παραγωγικό ποντιακό πληθυσμό», γιατί «τροφοδοτούσε τις ένοπλες και μάχιμες ομάδες».
Ο Μ. Φρούνζε, Σοβιετικός απεσταλμένος στην Τουρκία, έδωσε μία από τις ελάχιστες μαρτυρίες για τους ηττημένους αντάρτες:
«Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπαρκο. Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια.»
Με το πρόσχημα των αντιποίνων και της καταπολέμησης των ανταρτών, οι Τούρκοι ολοκλήρωσαν τη γενοκτονία. Βασισμένος σε μια σειρά επίσημων αναφορών, ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυντ Τζωρτζ προέβη σε δημόσιες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων:«Στον Πόντο δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων ανδρών, γυναικών και παιδίων απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση ». Ο Αμερικάνος ταγματάρχης Γιόουελ έδωσε μια εικόνα του μικρασιατικού Πόντου το 1921:«Πτώματα, πτώματα σε όλο το μήκος της πορείας των εκτοπιζόμενων…φρίκη και πτώματα »
Οι διανοούμενοι και οι πρόκριτοι του Πόντου δικάστηκαν από το ψευδεπίγραφο Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας, που έδρευε στην Αμάσεια. Με την κατηγορία ότι έγινε προσπάθεια απόσχισης από την Τουρκία, εκδοθήκαν εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Ακόμη και οι Σοβιετικοί απεσταλμένοι, οι οποίοι είχαν πλήρη γνώση των τουρκικών ωμοτήτων κατά των Ελλήνων, δεν μπορούσαν να κρύψουν τον αποτροπιασμό τους για τα φρικτά εγκλήματα των συμμάχων τους. Ο Αράλοβ, Σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε. Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Ελλήνων που είχαν σφαγιαστεί «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες-γέρους, παιδία, γυναίκες» . Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ ότι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.
Οι συγκρούσεις με μουσουλμάνους ατάκτους εξαπλώθηκαν και στον Καύκασο. Τα ελληνικά χωρία βρέθηκαν πάλι σε κίνδυνο και οι αρμενικοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν για μια ακόμη φορά τον κίνδυνο της γενοκτονίας λόγω της εξέγερσης των ντόπιων μουσουλμάνων. Οι επικεφαλής των ατάκτων «ταταρίκων συμμοριών » ήταν Τούρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι είχαν αποθρασυνθεί από την απραξία των δυνάμεων της Αντάντ. Από την άνοιξη του 1922, όταν η Τουρκία στράφηκε προς την Δύση, άρχισε να επικρατεί ψυχρότητα στις σοβιετοτουρκικές σχέσεις. Οι Σοβιετικοί άρχισαν τότε να επιδιώκουν τη μείωση της τουρκικής επιρροής και την αυτονόμηση των ελληνικών πληθυσμών. Ήταν όμως πλέον πολύ αργά.
Μία άλλη πλευρά της δεύτερης φάσης της γενοκτονίας ήταν η ολοκλήρωση των εξισλαμισμών. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ετοίμασε το 1917 έκθεση με τίτλο «Οι Ανθελληνικοί Διωγμοί εν Τουρκία», στην οποία υπάρχει ιδιαίτερο κεφάλαιο για τους εξισλαμισμούς. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι Νεότουρκοι είχαν αποφασίσει τον βίαιο εξισλαμισμό χριστιανικών εθνοτήτων. Για τον σκοπό αυτό δημιούργησαν ορφανοτροφεία για τα παιδία των χριστιανών που είχαν εξοντώσει. Στα ελληνόπαιδα παρείχαν τουρκική παιδεία και ισλαμική θεολογική μόρφωση, ενώ υποχρέωναν τις Έλληνιδες να παντρευτούν μουσουλμάνους.
Η διαχείριση του Ποντιακού Ζητήματος
Το Ποντιακό Ζήτημα εξαρχής αντιμετωπίστηκε περισσότερο ως ζήτημα των Ποντίων και όχι τόσο ως μέρος του ευρύτερου εθνικού προβλήματος. Χαρακτηριστική είναι η απόρρητη απόφαση του Βενιζέλου για την δημιουργία ποντιακών στρατιωτικών τμημάτων, τα οποία θα αποτελούσαν πρόπλασμα ενός μελλοντικού ποντιακού στρατού.
Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης που πραγματοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1918 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία, ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος υπέβαλε ξεχωριστό υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού. Με το υπόμνημα του ο Χρύσανθος ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και ανέπτυσσε εκτενώς την επιχειρηματολογία που υποστήριζε τα δίκαια των Ελλήνων της περιοχής.
Στο Υπόμνημα αναφέρονταν ότι ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου, μετά την παλιννόστηση των προσφύγων από τον Καύκασο και τη Ρωσία, εξισώθηκε με το μουσουλμανικό, ότι από εκείνο μεγάλο μέρος ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν είχε λησμονήσει ούτε την καταγωγή του ούτε την ελληνική γλώσσα, την οποία εξακολουθούσε να μιλά, καθώς και ότι δεν υπήρχε στον Πόντο παρά πολύ μικρή αρμένικη μειοψηφία. Επίσης υποστηρίζονταν ότι οι Τούρκοι, όταν είχε καταλυθεί η τουρκική αρχή, αναγνώρισαν τους Έλληνες ως τους μόνους ικανούς να κυβερνήσουν τη χώρα και σ’ συτούς παρέδωσαν την εξουσία πριν την έξοδο τους, ότι οι Ρώσοι και οι αντιπρόσωποι των συμμάχων δυνάμεων αναγνώρισαν την ντόπια ελληνική κυβέρνηση κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο και εν πάση περιπτώσει αναγνώρισαν την κυρίαρχη επιρροή του ελληνικού στοιχείου. Στο υπόμνημα υπογραμμίζονταν, τέλος, ότι ο γηγενής πληθυσμός όχι μόνο υποτάχθηκε στην ελληνική κυβέρνηση αλλά έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ αυτήν και σημεινόνταν ότι στις πλέον δύσκολες περιστάσεις η ντόπια ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός εξασφάλισαν την τάξη και διαφύλαξαν την ισοπολιτεία. Κατά συνέπεια ήταν δίκαιο να αποτελέσει ο Πόντος αυτόνομο ελληνικό κράτος, εφόσον ο πληθυσμός του δεν είναι διατεθειμένος να υποφέρει κανέναν ξένο ζυγό.
Σε αντίθεση με τους στόχους του Ποντιακού Κινήματος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε στις 4 Φεβρουαρίου 1919 στον Αμερικάνο πρόεδρο Ουίλσον ότι, παρόλο που οι Έλληνες Πόντιοι επιθυμούσαν την ανεξαρτησία τους, ο ίδιος αντιτάχθηκε απόλυτα. Η επίσημη θέση της Ελλάδας στις αρχές του 1919 ήταν η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας , συμπεριλαμβανομένης της περιοχής της Τραπεζούντας. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων στην τοποθέτηση αυτή. Οι οργανώσεις των Ελλήνων του Πόντου κατέκλυσαν το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας με πλήθος καταγγελιών και τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας.
Οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν στην αλλαγή πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης. Επελέγη η πολιτική της ενεργούς ανάμειξης στις υποθέσεις του Πόντου και του Καυκάσου και στάλθηκαν στην περιοχή ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης. Την ίδια περίοδο το πολιτικό πλαίσιο στον ευρύτερο χώρο της Υπερκαυκάσιας καθορίστηκε από την απόφαση επανασύστασης των τριών ανεξάρτητων δημοκρατιών: της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Η απόφαση αυτή ήταν αποτέλεσμα της κυριαρχίας των μενσεβίκων και του αγγλικού ενδιαφέροντος για την περιοχή αυτή.
Στον μικρασιατικό Πόντο η κατάσταση επιδεινωνόταν διαρκώς. Μετά την απόβαση του Κεμάλ στις 19 Μαΐου 1919 στη Σαμψούντα, οι συγκρούσεις πολλαπλασιάστηκαν. Ο Θ. Πετιμεζάς εκπρόσωπος του ελληνικού Ερυθρού Σταύρου, έγραφε στον Έλληνα αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη ότι οι παλιννοστούντες στον Πόντο από τη Ρωσία κινδύνευαν άμεσα να σφαγιαστούν άοπλοι από τα φανατισμένους τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι διαρκώς εξοπλίζονταν από την τουρκική κυβέρνηση και είχαν καταστήσει απροσπέλαστη την ενδοχώρα.
Οι Πόντιοι αντάρτες ζήτησαν ενίσχυση από την Ελλάδα. Οι εκκλήσεις τους όμως για στρατιωτική βοήθεια έμειναν χωρίς απάντηση από την ελληνική κυβέρνηση. Με βάση τις αιτήσεις των Πόντιων ανταρτών και τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν, το τουρκικό Υπουργείο Εσωτερικών ανέφερε σε έγγραφο του :«Όπως έχουμε πληροφορίες, ότι ύστερα από εισήγηση του ελληνικού Πατριαρχείου και για λογαριασμό της Ποντιακής Κυβέρνησης της Τραπεζούντας και των περιχώρων εγκρίθηκε να σταλούν στην Τραπεζούντα μερικοί Έλληνες αξιωματικοί καθώς επίσης και όπλα κα πυρομαχικά» . Πρότεινε να γίνουν διαβήματα στους αντιπροσώπους των Συμμάχων για να αποτρέψουν αυτοί τις ελληνικές προσπάθειες, ώστε να αντιμετωπιστούν οι κινήσεις των Ελλήνων. Η ελληνική πολιτική δεν επιβεβαίωσε τους φόβους αυτούς των Τούρκων. Η ελλαδική ηγεσία δεν μπόρεσε να κατανοήσει τη δυναμική του ποντιακού αγώνα. Έτσι, καμία ουσιαστική βοήθεια δεν στάλθηκε στους Έλληνες αντάρτες του Πόντου.
Στις 31 Ιουνίου 1919 ο Χρύσανθος, με υπόμνημα του προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, ζήτησε την ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Πρότεινε τη διάθεση ποντιακών ταγμάτων, τα οποία μαζί με Αμερικάνους θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την τάξη στον Πόντο. Η γενικότερη στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Τον Νοέμβριο του 1919 ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης πρότεινε χωρίς αποτέλεσμα στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το Τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο επανέλαβε τις προτάσεις του για ελληνοβρετανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων στον Βρετανό αρμοστή Βατούμι. Ο Καθενιώτης πρότεινε να αποβιβαστούν στην Τραπεζούντα τα ποντιακά τάγματα που είχαν δημιουργηθεί στο πλαίσιο του ελληνικού στρατού, ώστε να δημιουργηθεί μια μικρή ελεύθερη περιοχή όπου θα κατέφευγαν οι Έλληνες από τη Ρωσία καταδιώκονταν από τους μπολσεβίκους.
Η πρόταση αυτή συνάντησε την άρνηση της βρετανικής πλευράς. Την αρνητική απάντηση της βρετανικής κυβέρνησης εισηγήθηκε ο Ουόρντροπ Βρετανός αρμοστής στο Βατούμι. Την απόρριψη της πρότασης παρόλο που αυτή εξυπηρετούσε άριστα τον αντιμπολσεβικό αγώνα της Αντάντ, ο Δ. Καθενιώτης αποδίδει στην υποκειμενική στάση του αρμοστή, ο οποίος ήταν φανατικός σλαβόφιλος, ευμενέστατα διακείμενος προς τους Βουλγάρους.
Με αφορμή τη βρετανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος έσπευσε να δηλώσει:«Θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων,όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν ». Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο «απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου». Ο ίδιος, απηχώντας το αίσθημα των Ελλήνων του Πόντου, απείλησε με κοινή εξέγερση των Ελλήνων και Μουσουλμάνων κατοίκων, εάν τελικά προκρίνονταν η λύση της υπαγωγής του Πόντου στην Αρμενία.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στη διερεύνηση των πιθανοτήτων σύναψης συμμαχίας ανάμεσα στους Πόντιους και τα κινήματα της περιοχής. Ο Χρύσανθος εκπροσωπώντας τις ποντιακές οργανώσεις, πήγε στην Τιφλίδα για συνομιλίες με τους Γεωργιανούς ηγέτες και κατόπιν στην αρμενική πρωτεύουσα Εριβάν. Η γραμμή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να επιδιωχθεί πάση θυσία συμφωνία με τους Αρμένιους.
Τα δύο μέρη κατέληξαν σε γενική συμφωνία, η οποία υπεγράφη από τον Αρμένιο πρωθυπουργό Χατισίαν και τον μητροπολίτη Χρύσανθο. Η συμφωνία προέβλεπε τη δημιουργία ελληνοαρμενικής ομοσπονδίας και την παροχή ελληνικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Αρμενία. Το στρατιωτικό σκέλος της συμφωνίας υπογράφτηκε από Αρμένιους αξιωματικούς και τον συνταγματάρχη Δ. Καθενιώτη. Η στρατιωτική αυτή συμφωνία προέβλεπε την προώθηση ως το Ερζερούμ των ελληνικών στρατευμάτων που επρόκειτο να επιβιβαστούν στην Τραπεζούντα, με στόχο την προστασία του ελληνικού στοιχείου. Παράλληλα ο αρμένικος στρατός θα υπεράσπιζε τα σύνορα του Καυκάσου. Όμως τα δύο μέρη δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν στις λεπτομέρειες. Οι Έλληνες πρότειναν συνομοσπονδία Πόντου-Αρμενίας. Ο Κ. Κωνσταντινίδης ηγέτης του ποντιακού κινήματος και πρόεδρος του Παμποντίου Συνεδρίου Μασσαλίας, κατήγγειλε ότι οι Αρμένιοι διακατέχονταν από «πνεύμα ιμπεριαλιστικής επεκτάσεως εις βάρος γείτονος έθνους» .
Η διαφορετική αντίληψη περί συμφερόντων του κάθε έθνους και η αμοιβαία καχυποψία που επικρατούσε, σε συνδυασμό με την άρνηση των Άγγλων να επιτρέψουν την απόβαση ελληνικού στρατού στον Πόντο και την δημιουργία ποντιακού στρατού, απομάκρυνε τις δύο πλευρές. Οι ποντιακές οργανώσεις υπέβαλαν στην Διάσκεψη της Ειρήνης πρόσθετο υπόμνημα, ζητώντας την αναγνώριση ενός ανεξάρτητου Πόντου υπό την προστασία του ελληνικού κράτους ή την κηδεμονία των ΗΠΑ. Όμως στα μεγάλα ζητήματα της περιοχής, οι Έλληνες του Πόντου εξέφραζαν μέχρι τέλους την αλληλεγγύη τους στον αγώνα των Αρμενίων κατά των Τούρκων και κατήγγελλαν την εγκατάλειψη τους από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Έλληνες του Πόντου” του Βλάση Αγτζίδη