Πόλη νοτιοανατολικά της Σινώπης. Ανήκει στον Δυτικό Πόντο. Στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Αλύα, ενώ ο Στράβωνας την αναφέρει ως Γαζηλώνα. Απέχει 100 χλμ. από τη Σινώπη και 40 χλμ. απο την Αμισό. Στα 1870 κατά μία αναφορά ο πληθυσμός της άγγιζε τους 8.000 κατοίκους, από τους οποίους 2.000 ήταν Έλληνες (ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι). Οι Παφραίοι διατηρούσαν σχολεία αρένων και θηλέων.
Οι τουρκόφωνοι της Πάφρας έγραφαν την τουρκική με ελληνικούς χαρακτήρες, όπως οι κάτοικοι στην περιοχή Καισάρειας.
Σύμφωνα με στατιστική της Μητρόπολης Αμάσειας, η επαρχία Πάφρας είχε μία πόλη, 116 αμιγώς ελληνικά χωριά, μία επισκοπική εκκλησία, 107 ναούς, τη μονή της Παναγίας Μάγαρας, ένα ημιγυμνάσιο, 80 σχολεία αρρένων, 17 θηλέων, 2 νηπιαγωγεία, και 4.500 μαθητές. Την εποχή εκείνη ο πληθυσμός υπολογίζεται σε 11.000 κατοίκους.
Η Πάφρα παρήγε σιτάρι, κριθάρι, μήλα αχλάδια κ.ά. Ήταν ονομαστή όμως για τα περίφημα καπνά και το μαύρο χαβιάρι. Τα καπνά της εξήγε στις αγορές του Αμβούργου, της Μασσαλίας, του Λονδίνου και της Αλεξάνδρειας.
Στην επαρχία Καζά, η οποία ήταν υποδιοίκηση της Πάφρας, ο πληθυσμός ανερχόταν στις 85.000-90.000 κατοίκους εκ των οποίων τα ⅘ ήταν ελληνορθόδοξοι.