ι μέρες των εορτών είναι μέρες αφιερωμένες στα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις. Συνήθειες παλιές, πολλών ετών, που ήρθαν από την πατρίδα, «χρωματίζουν» τις γιορτινές αυτές ημέρες και αποτελούν όαση χαράς για μικρούς και μεγάλους.
Στον Πόντο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς έπαιρνε ζωή ένα πολύ ιδιαίτερο έθιμο με μεγάλη αξία για τις ελεύθερες κοπέλες, το καλαντόνερον.
Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, γυναίκες με δώρα στα χέρια (τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα, αλάτι) επισκέπτονταν τη βρύση («πεγάδ’») του χωριού λέγοντας την ευχή «Κάλαντα και καλός καιρός πάντα και του χρόνου». Και έπαιρναν το καλαντόνερον.
Πίστευαν πως η ροή του νερού πάνω στην αλλαγή του χρόνου σταματούσε για λίγο. Αν σ’ αυτή τη μυστηριακή ώρα βρισκόταν κάποιος και έβλεπε το φαινόμενο θεωρούνταν τυχερός, και ό,τι επιθυμούσε θα γινόταν πραγματικότητα. «Επλερούτον σα μουράτα τ’», έλεγαν.
Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν ιδιαίτερα από τις ελεύθερες κοπέλες. Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς πρόσφεραν στο «πεγάδ’», στην κυρα-Πεγαδίστρα, διάφορα φρούτα και ιδίως μήλα. Σαν ανταπόδοση περίμεναν από την «Πεγαδομάνα» ν’ ανοίξει την τύχη τους.
Άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ’, ν’ ανοίεται η τύχη μ’ κι άμον το τρέχ’ το νερόν να τρέχ’ και ευλοΐα.
Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού καιροφυλακτούσαν, κι όταν έφευγαν οι κοπέλες πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας θα την ερωτευόταν και θα την παντρευόταν γιατί κατά την ποντιακή λαϊκή δοξασία και πίστη επενεργούσαν μαγικές δυνάμεις:
Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν,
Το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ’ μαείας.
Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν, μαεύ’ τοι δυ’ς εντάμαν.
Η κορ’ μαεύ’ ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια…
Το νερό θεωρούνταν αγιασμένο. Τα κορίτσια το έφερναν στο σπίτι, έπιναν όλοι από λίγο, και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τα ζώα και τα χωράφια. Το νερό που έπαιρναν οι γυναίκες έπρεπε να φθάσει στον προορισμό του χωρίς καμιά τους να γυρίσει πίσω να κοιτάξει γιατί τότε αρρώσταινε (παθάν’, βλάφκεται, αχπαράεται)!