Ο Άγιος Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας Καππαδοκίας, γεννήθηκε το 330 και πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. Καταγόταν από τη φημισμένη οικογένεια του ρήτορα και δασκάλου Βασιλείου και της Εμμελίας. Η οικογένεια με τα δέκα παιδιά της ζούσε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, όπου και ο Βασίλειος ανατράφηκε με Πόντια τροφό και έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον πατέρα του. Η οικογένεια είχε μεγάλη περιουσία και ήταν χριστιανοί.
Σπουδαία ήταν και τα αδέλφια του Βασιλείου: ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, ο νομομαθής Ναυκράτιος, η αγία Μακρίνα, ο Πέτρος επίσκοπος Σεβάστειας.
Η μεγάλη φήμη του Βασιλείου στους κόλπους της Εκκλησίας, τόσο της Ορθόδοξης όσο και της Καθολικής, όπως και στη συνείδηση του απλού λαού, οφείλεται στο ήθος, στη μόρφωση, στην οργάνωση του μοναχικού βίου σε κοινόβια και στο σπουδαίο φιλανθρωπικό έργο του ανδρός. Η «Βασιλειάδα» του Βασιλείου στην Καισάρεια ήταν μια ολόκληρη πολιτεία με πολλά οικοδομήματα, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και ξενώνες. Εκεί ο επίσκοπος είχε χαρίσει την μεγάλη του περιουσία στους πτωχούς της πατρίδας.
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας χειροτόνησε τον Βασίλειο πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωσή του προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου, γεγονός που οδήγησε τον πρώτο να επιστρέψει στο μέρος όπου μόναζε κοντά στον Ίρι ποταμό. Η μεσολάβηση του επιστήθιου φίλου και παλαιού συμφοιτητή στην Αθήνα, Γρηγορίου Ναζιανζηνού, επέφερε εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια.
Μετά το θάνατο του Ευσεβίου Καισαρείας το 370, και με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.
Όταν ο αυτοκράτορας Ουάλης, ο οποίος ήταν οπαδός της αίρεσης του Αρειανισμού (που δεν δεχόταν το ομοούσιο του Πατρός και του Υιού και πρέσβευε ότι το άγιο Πνεύμα είναι κτιστό), θέλησε να διώξει τον Βασίλειο από τον επισκοπικό θρόνο, έστειλε ως προπομπό του τον ύπαρχο Μόδεστο με εντολή να επιβάλει «δικό του» επίσκοπο στην ορθόδοξη Καππαδοκία. Αυτούσιος ο διάλογος του Βασιλείου και του ύπαρχου Μοδέστου έχει ως εξής:
Μ.: Τι λοιπόν, δεν φοβάσαι την εξουσία, έτσι λες;
Β.: Τι θα πάθω; Τι ακριβώς;
Μ.: Ένα από τα πολλά που ταιριάζουν στη δυναστεία.
Β.: Πες μου ποια είναι αυτά.
Μ.: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος!
Β.: Απείλησε με ό,τι άλλο θέλεις. Δεν με αγγίζουν αυτά. Δεν έχω περιουσία για να δημεύσεις, πέρα από τα τρίχινα παλιά ρούχα μου και τα λίγα βιβλία. Αυτό είναι το βιος μου. Η εξορία δεν με τρομάζει γιατί κανένας τόπος δεν είναι περιφραγμένος και η γη όλη είναι σπίτι μας, την κατοικούμε και όλη μας ανήκει. Είμαι πάροικος και παρεπίδημος του Θεού. Οι βάσανοι του σώματος επίσης δεν με τρομάζουν γιατί σώμα δεν υπάρχει, υπάρχει η ψυχή. Της πρώτης και μόνης πληγής θα είσαι κύριος. Ο δε θάνατος θα είναι ευεργέτης. Γιατί γρηγορότερα θα με στείλει στον Θεό, σύμφωνα με τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και προς τον οποίο επείγομαι από καιρό.
Εξεπλάγη ο Μόδεστος και βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία γιατί κανείς άλλος προηγούμενος επίσκοπος τόλμησε να μιλήσει με τόση παρρησία. Και συνέχισε ο Βασίλειος:
«Δεν ξαναέτυχες σε τέτοιο επίσκοπο, λες. Πάντως εγώ μίλησα έτσι γιατί αγωνίζομαι υπέρ αυτών. Όπου υπάρχει το διακύβευμα και το προκείμενο εκεί και βλέπουμε, περιφρονώντας τα άλλα. Πυρ δε και ξίφος και θήρες και οι τας σάρκας τέμνοντες όνυχες, τρυφή μάλλον ημίν εισίν ή κατάπληξις. Για αυτό ύβριζε, απείλησε, κάνε ό,τι βούλεσαι και απόλαυσε την εξουσία σου. Να τα ακούσει αυτά και ο βασιλεύς. Ότι εμάς δεν θα μας επιβάλεις την αίρεση, ούτε θα μας πείσεις να συνθέσουμε τις απόψεις μας με την ασέβεια, ακόμη κι αν απειλείς χαλεπότερα» (Επιτ. Λόγ. 43, Μ. 36, 560|1).
Δήμητρα Ρετσινά-Φωτεινίδου