Γνώρισα πολλούς Πόντιους που σκόρπισαν σε Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία και στις χώρες τις πρώην ΕΣΣΔ. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα βρω Πόντιους και στο Ιράν…
Μια μέρα ένας φίλος, ο Τηλέμαχος Τουμπουλίδης, από τη Νέα Τραπεζούντα Γιαννιτσών, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία.
Ένας φίλος του, επίσης Πόντιος, οδηγός νταλίκας που έκανε δρομολόγια στην Τεχεράνη, σε ένα ταξίδι χάλασε το όχημά του και έπρεπε οπωσδήποτε να βρει και να πάει σε ένα συνεργείο να το επισκευάσει. Πώς να συνεννοηθεί όμως; Δεν ήξερε ξένες γλώσσες. Πάνω στην απόγνωσή του ακούει δυο άντρες να μιλάνε ποντιακά… Τρελάθηκε από τη χαρά του. Τους πλησίασε και τους ρώτησε στα ποντιακά πώς βρέθηκαν στην Τεχεράνη. Εκείνοι απορημένοι απάντησαν:
– Εμείς απαδά είμες. Εσύ απόθεν είσαι;
Εμείς από εδώ είμαστε. Εσύ από πού είσαι;
Δεν πίστευε στα αυτιά του. […]
(Πηγή: commons.wikimedia.org)
Ο φίλος του φίλου μου επισκεύασε την νταλίκα του με τη βοήθεια των δύο Ποντίων κατοίκων της Τεχεράνης και έμαθε την ιστορία τους. Οι παππούδες τους είχαν εξοριστεί στα βάθη της Τουρκίας, και το 1922 αντί να κατεβούν στα παράλια του Πόντου, να πάρουν τα πλοία και να έρθουν στη μητέρα πατρίδα, επειδή ήταν κοντά στα σύνορα, αναγκάστηκαν να περάσουν στο… Ιράν!
Το θέμα μού κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον, αλλά το πρόβλημα (όπως πάντα) ήταν πώς θα βρω χορηγό να πάμε στο Ιράν.
Από το κανάλι με είχαν προειδοποιήσει ότι δεν υπάρχουν χρήματα για εκπομπές στο εξωτερικό, εκτός κι αν έβρισκα χορηγούς.
Άρχισα να ρωτώ φίλους τουριστικούς πράκτορες και όλοι γελούσαν γιατί δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον προορισμό, αφού όλος ο Δυτικός κόσμος ήταν «κουμπωμένος» μετά την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν. Ευτυχώς ο αντιπρόεδρος της ένωσης των τουριστικών πρακτόρων Στ. Χατζημανώλης κατάφερε να βρει χορηγούς και να πάμε μαζί στην Τεχεράνη.
Θυμάμαι λίγο πριν προσγειωθεί το αεροπλάνο η αεροσυνοδός κάλεσε όλες τις γυναίκες να «σεβαστούν τα έθιμά τους» και να καλύψουν το κεφάλι τους με μαντίλα… Όλες –ακόμη και οι τουρίστριες– συμμορφώθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στο αεροδρόμιο μας περίμεναν εκπρόσωποι του οργανισμού τουρισμού του Ιράν. Είχαν μπει στη σειρά και τους χαιρετούσαμε με χειραψία. Τελευταία ήταν η ξεναγός μας, η Φαριζάν. Ένα νεαρό λεπτοκαμωμένο κορίτσι ντυμένο στα μαύρα. Άπλωσα το χέρι μου να της κάνω χειραψία. Αυτή είχε τα χέρια πίσω στην πλάτη της, λες και καθόταν σε στάση προσοχής… Τότε ένας από την αποστολή με ενημέρωσε:
– Κύριε Ασλανίδη βρίσκεστε στο Ιράν. Απαγορεύονται οι χειραψίες σε γυναίκες…
Έτσι άρχισα να συνειδητοποιώ πού βρισκόμουν… Όπως μου εξήγησαν στο δρόμο για το ξενοδοχείο, απαγορεύεται να αγγίζεις γυναίκα δημόσια έστω κι αν είναι η σύζυγος… Όλες οι γυναίκες πρέπει να έχουν σκεπασμένο το κεφάλι τους με μαντίλα, ακόμη και οι τουρίστριες! Τα ρούχα των γυναικών πρέπει να είναι φαρδιά και μακριά ώστε να μην σκανδαλίζουν τους άνδρες… Οι παραβάτες φυσικά συλλαμβάνονται και έχουν συνέπειες. Αργότερα, όταν ρώτησα τη Φαριζάν πώς ανέχονται τέτοιους περιορισμούς, μου απάντησε:
– Εμείς πάλι καλά είμαστε. Δείτε τους γείτονές μας στη Σαουδική Αραβία. Οι γυναίκες πρέπει να έχουν καλυμμένο όλο το πρόσωπο τους και ούτε τα ματιά τους δεν μπορείς να δεις. Οι γυναίκες παντρεύονται και δεν ξέρουν ποιον…
Το πρώτο θέμα που τους ζήτησα να κάνουμε ήταν τους Πόντιους της Τεχεράνης. Μας οδήγησαν σε μια περιοχή πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης όπου ήταν ο ορθόδοξος ιερός ναός «Ο Ευαγγελισμός». Στο διπλανό κτήριο στεγαζόταν η ελληνική κοινότητα.
Εκεί συναντήσαμε τους Έλληνες του Πόντου… Ήταν 7-8 ηλικιωμένοι όλοι κι όλοι. Ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης Συμεωνίδης, ανέλαβε να μας εξηγήσει πώς βρέθηκαν εκεί:
– Ο πατέρας μου ονομαζόταν Φώτης Συμεωνίδης και η μητέρα μου Κρυστάλλω Σαλονικίδου. Και οι δύο Πόντιοι που ήξεραν να δουλεύουν τα καπνά. Όλοι οι Πόντιοι ήταν δουλευταράδες. Όταν οι Τούρκοι τους έδιωξαν από τα χωριά τους εξορία και βρέθηκαν στην Ανατολή, είχαν φτάσει πολύ κοντά στα σύνορα με το Ιράν. Με τη Συνθήκη της Λοζάνης μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα αλλά έπρεπε να γυρίσουν πίσω χιλιάδες χιλιόμετρα. Στην πορεία αυτή είχαν χαθεί πολλοί άνθρωποι… Έτσι προτίμησαν να περάσουν στην Περσία. Λίγο αργότερα ο Σάχης ήθελε να παράγει η χώρα καπνό, και κανένας Ιρανός δεν ήξερε. Έβαλε λοιπόν τους Έλληνες του Πόντου να καλλιεργήσουν καπνά, που ήξεραν αυτήν τη δουλειά. Με αυτήν τη δουλειά πρόκοψαν και φτάσαμε μέχρι 2.500 Πόντιοι. Κτίσαμε αυτήν την εκκλησία και είχαμε μόνιμο ιερέα, τον παπα-Δημήτρη. Είχαμε και ελληνικό σχολείο με δάσκαλο τον ίδιο τον παπά. Κάθε 25 Μαρτίου και 28 Οκτωβρίου κάναμε γιορτή όπως και στην Ελλάδα. Το Πάσχα ψήναμε αρνιά και μοιράζαμε κόκκινα αυγά σε όλο τον κόσμο. Οι μουσουλμάνοι μάς σέβονταν και μας εκτιμούσαν. Ήταν ωραία χρόνια… Το 1979 έγινε η ισλαμική επανάσταση και οι περισσότεροι Έλληνες φοβήθηκαν και έφυγαν. Άλλοι πήγαν στην Ελλάδα και άλλοι στην Αμερική και στην Ευρώπη. Μείναμε όλο κι όλο 8-9 άτομα… Η εκκλησία μας δεν έχει παπά. Μαζευόμαστε κάθε Κυριακή μόνοι μας εδώ και προσευχόμαστε… Μόνο κάθε Πάσχα μας στέλνουν παπά από την Κωνσταντινούπολη να κάνουμε Ανάσταση. Τις άλλες μέρες ερχόμαστε εδώ να ακούσουμε ελληνικά τραγούδια. Ακούω Στέλιο Καζαντζίδη και κλαίω. «Πέντε οσπίτια έχτισα κι ασ’ όλα ξεσπιτούμαι…» Αααχ… Πήγα στην Ελλάδα και είδα τι ωραία χωριά υπάρχουν. Πήγα και σε ένα πανηγύρι και φώναξαν από τα μεγάφωνα ότι είμαστε από το Ιράν. Τότε ήρθαν κάποιοι Έλληνες και μας μιλούσαν σπαστά αγγλικά. Τους λέω γιατί δεν μιλάτε ελληνικά; Γιατί, μου είπαν, ξέρετε ελληνικά; Βρε Έλληνας είμαι, ελληνικά δεν θα ξέρω; Σε αυτές τις φλέβες τρέχει αίμα ελληνικό, και μάλιστα ποντιακό…
Αφήσαμε με δάκρυα στα μάτια τον Παναγιώτη και τους άλλους Πόντιους – τον Θεμιστοκλή, τον Κωνσταντίνο, την Ολυμπία και τους υπόλοιπους που δεν θυμάμαι τα ονόματα τους. Τα παιδιά τους έφυγαν στην Ελλάδα. Πόσο θα άντεχαν μόνοι τους; Ήταν 8-9 άτομα πριν από 14 χρόνια. Πόσοι απέμειναν σήμερα;
- Πηγή: Νίκος Ασλανίδης, Μάρτυρες – 100 χρόνια μετά, Θεσσαλονίκη 2019.