Εις μνήμην Αναστασίου Κυριακίδη (1945-2020), για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.
ϛ΄. Γιατί όλες οι ωφέλιμες π’ υπάρχουν χορηγίες, μα και τα πιο υπέροχα τα δώρα που θα
[λάβεις, απ’ τα ψηλά κατέρχονται, απ’ τα ύψη κατεβαίνουν,
σταλμένα απ’ τον καλό Θεό, των φώτων τον Πατέρα καθώς μας λέει ο Απόστολος.
Αλλ’ όχι αναγκαστικά, ούτε και αδιακρίτως· αν τα ζητήσεις έρχονται, αν θέλεις θα σου
[έρθουν.
Γιατί στους εξαναγκασμούς, σε κάθε είδους βία στέκει ο Θεός απέναντι· και όλ’ αυτά τα
[πράγματα καθόλου δεν τα στέργει.
Με τέτοια και μ’ αλλιώτικα γνώμες να επηρεάζει, κι αυτά που θέλουν οι άνθρωποι με το στανιό ν’ αλλάζει, ποτέ Του δεν το θέλησε, ποτέ Του δεν το κάνει.
Μα αν ως Πανάγαθος Θεός βία ν’ ασκεί δεν θέλει, από τον κάθε άνθρωπο μια βία Αυτός
[προσμένει.
Μια βία όμως αλλιώτικη: μια βιάση, έναν ζήλο στη Βασιλεία του να μπει, γερά να την
[αρπάξει.
Μ’ αυτήν τη βία χαίρεται· ενδίδει ευχαρίστως, γιατί αυτός είν’ ο σκοπός, όλ’ οι άνθρωποι να
[λάβουν το δώρο το βαρύτιμο που ’ν’
η ζωή η αιώνια.
ζ΄. Σ’ αυτά ’ναι π’ αναπαύεται το θείο θέλημά Του· αδιαφορούμε, όμως, εμείς…
Στη Χάρη του Σωτήρα, όχι τυχαία –εκούσια– γυρίζουμε την πλάτη, επιθυμούντες τα κακά.
Ποια πράξη έχουμε εμείς που είν’ αντάξιά Του; Σαν ποια δικαιολογία μπορούμε να
[ψελλίσουμε
ενώπιον σ’ Εκείνον που διάλεξε για χάρη μας τα πάντα να υπομείνει;
Άραγε δεν το ξέρουμε; Ποιος είν’ ο μόνος που μπορεί να μας ελευθερώσει; Να σώσει εμάς
[τους δύσμοιρους στην ώρα της ανάγκης;
Τι κι αν ο ίδιος ο Χριστός κάθε –μα κάθε– μέρα,
με προτροπές μας προσκαλεί κοντά Του για να πάμε;
[Δεν τον υπολογίζουμε, είμαστε πέρα βρέχει.
Μ’ Αυτός συνέχεια προσπαθεί ως στοργικός Πατέρας μήπως μας στάξει στα μυαλά λιγάκι
[σωφροσύνη, για να μπορέσουν τελικά όλοι να αποκτήσουν
[δικαίωμα στο δώρο Του που ’ν’
η ζωή η αιώνια.
η΄. Δες τι λογής ήταν αυτά που έκαν’ ο Φιλάνθρωπος στο γένος των ανθρώπων,
κι ύστερα δες ο άνθρωπος πώς του τα ξεπληρώνει και τι πικρό αντίδωρο για όλα αυτά Του
[δίνει.
Θυμάσαι όταν φύτεψε το πρώτο το βλαστάρι όλης της ανθρωπότητας πόσο ωραίο ήταν;
Να γίνει όμορφο δεντρί μ’ ωραίους καρπούς γεμάτο, το φυσικό του ήτανε· μα άκαρπο
[προτίμησε να μείνει ολωσδιόλου, σαν κείνα τ’ άχρηστα φυτά π’ όλοι τα ξεριζώνουν.
Πίστεψε έναν κακόβουλο που του ’κανε τον φίλο· τον έκαν’ ομοτράπεζο, μ’ αυτός ήταν
[προδότης.
Και πώς να ήταν προκοπής ο άτιμος σύμβουλός του, αφού απ’ τα ξεκινήματα της όλης
[Δημιουργίας πλήρη εξουσία πόθησε· κι έβαλε στο μυαλό του πως να σταθεί είν’ δυνατό
[κι από Τον Θεό πιο πάνω.
Τον πλανημένο άνθρωπο διαχειριστή τον κάνουν πάνω στα υλικά αγαθά, κι αυτός γιά δες τι
[κάνει… τον Κύριό του τον Χριστό πάει και ξεπουλάει.
[Γι’ αυτό, με τούτα τα μυαλά κι αυτή τη νοοτροπία χάνει τον όντως θησαυρό που ’ν’
η ζωή η αιώνια.
θ΄. Ευθύς με το που πλάστηκε, το γένος των ανθρώπων σε παραζάλη βρέθηκε· απ’ τη ρίζα του
[Πρωτόπλαστου κληρονομιά το πήρε
ετούτο το συνήθειο στην αμαρτία να ρέπει και στου Θεού το θέλημα ενάντια να πηγαίνει.
Αλλά ο Ελεήμονας δείχνει φιλανθρωπία· και των ανθρώπων την ψυχή που ’ν’ χέρσα,
[ξεραμένη, φροντίζει να καλλιεργεί σαν την ποτίσει πρώτα
πότε με νουθετήματα, πότε με προμηνύματα σαν απειλές που μοιάζουν πως η παιδαγωγία
[τους είναι κοντά, ζυγώνει.
Αλλά κοντά σε όλα αυτά, έχρισε και Προφήτες τους νόμους Του να σπείρουνε, να υπάρχουν
[οδηγίες.
Κι έτσι, εκεί που καλλιεργήθηκε κάπως η αρετή, τα πράγματα ετοιμάστηκαν για να ’ρθει
να βλαστήσει το δέντρο το υπέροχο, η ελπίδα των ανθρώπων
που σαν τον ήλιο ανέτειλε απ’ τα σπλάχνα της Παρθένου, για να χαρίσει σ’ όλους μας το πιο
[μεγάλο δώρο, το πρώτο, το σημαντικό που ’ν’
η ζωή η αιώνια.
ι΄. Πόσα δεν έκαν’ ο Χριστός –πόση φιλανθρωπία!– φροντίζοντας αν γίνεται οι πάντες να
[σωθούνε·
αυτό είν’ ολοφάνερο σε όσους Τον πιστεύουν.
Και τους τελώνες δίδαξε που γίναν μαθητές Του, ν’ αλλάξουνε τους τρόπους τους με
[περισσή ευσπλαχνία.
Στις πόρνες πάλι έμαθε τη Χάρη Του να βρίσκουν, το δρόμο της μετάνοιας πιστά
[ακολουθώντας.
Λες κι απ’ τα σκοτεινά νερά σε πηγαδιού τα βάθη, ο Αλιέας των ψυχών αλιεύει και
[διασώζει γυναίκα Σαμαρείτιδα από την αμαρτία.
Ακόμα, στους αχάριστους που μείναν πεινασμένοι, με θαύμα έστειλε φαΐ·
φάγανε και χορτάσαν καταμεσής στην έρημο.
Αλλά κι από νερό κρασί έφτιαχνε και κερνούσε, όπως και σ’ όλους πάντοτε τέτοιο πιοτό προσφέρει που είναι Αναστάσιμο, που ’ν’
η ζωή η αιώνια.