Δεν υπάρχει διπλωματία των φυσικών φαινομένων, σεισμών, καταποντισμών και κάθε θεομηνίας. Σεισμοί έχουν γίνει πολλοί στην Ελλάδα και στην Τουρκία τα τελευταία πενήντα χρόνια. Οι δύο χώρες έστειλαν η μία στην άλλη ανθρωπιστική βοήθεια χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί. Και χωρίς τίποτα να αλλάξει στην πολιτική τους.
Η «πολιτική των σεισμών» δεν επηρέασε τις εξελίξεις. Αν υπήρξαν ενδοτισμοί δεν εκδηλώθηκαν ούτε συμφωνήθηκαν τη μετασεισμική περίοδο. Αν υπήρξε σκλήρυνση δεν επηρεάστηκε από τη φιλάνθρωπη στάση των κυβερνήσεων.
Τα φυσικά φαινόμενα προκαλούν στα υπουργεία Εξωτερικών των χωρών ασκήσεις δημοσίων σχέσεων. Ο λόγος είναι απλός. Η Τουρκία, π.χ., ακολουθεί σταθερά την ίδια πολιτική επί δεκαετίες χωρίς να επηρεάζεται από θεομηνίες, με ή χωρίς τον Ερντογάν. Τα προβλήματα των ανθρώπων τα ρυθμίζουν πλέον μόνο οι άνθρωποι, όχι το υπερπέραν. Αλλά σταθερή πολιτική, συμβιβαστική, ακολουθεί και η Ελλάδα, όπως τη χάραξε ο Σημίτης και ο ΓΑΠ, εκτός από στιγμιαίες εξαιρέσεις.
Συνοπτικά, όσοι σήμερα μιλάνε για «διπλωματία των σεισμών» είναι οι ναυαγοί του ενδοτισμού σε αναζήτηση σωσίβιου.
Ο Ερντογάν (να μην το ξεχνάμε ούτε λεπτό) βλέπει κάθε γεγονός και οποιαδήποτε εξέλιξη αποκλειστικά από τη σκοπιά του πολιτικού οφέλους, όπως κάνει κάθε πολιτικός αρχηγός, μέτριος ή σπουδαίος. Η θρησκεία είναι για εκείνον ένα εργαλείο και όχι θέμα πίστης που δεν σχετίζεται με τα εγκόσμια. Έκανε τζαμί την Αγία Σοφία για να συγκινήσει τους απανταχού μουσουλμάνους. Αλλιώς θα προσκυνούσε σεμνά στο διπλανό Μπλε Τζαμί όπου δεν πατάει ψυχή, όπως έχει πει ο ίδιος. Λέω το προφανές.
Για τον Ερντογάν οι τζιχαντιστές είναι φτηνό κρέας για τα κανόνια. Ξέμειναν μετά την ήττα των ΗΠΑ στη Συρία και τους χρησιμοποιεί εκεί ή στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, αλλά μπορεί με την ίδια άνεση να τους αναθέσει μεμονωμένες αποστολές τρομοκρατίας, π.χ. ατομικές δολοφονίες.
Ο Ερντογάν χωρίς τον Τραμπ
Μερικοί πιστεύουν ότι ο Ερντογάν μελετά επίθεση κατά της Ελλάδας στο διάστημα που μεσολαβεί από τις κάλπες ως την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων από τον εκλεγμένο πρόεδρο. Το «κενό» είναι εν πολλοίς πλασματικό. Μια αυτοκρατορία, όπως οι ΗΠΑ, δεν αφήνει κενά στην επιβολή της εξουσίας επειδή θα γίνουν εκλογές. Έχουν μηχανισμούς επιτήρησης. Το κράτος, ρηχό ή βαθύ, διαθέτει αξιωματούχους που επιβλέπουν την τήρηση των βασικών κανόνων ανά τον κόσμο.
Οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα γνωρίζουν ότι διακινδυνεύουν την ίδια την υπόστασή τους αν αγνοήσουν ή παραβιάσουν τις ειλημμένες αποφάσεις της αυτοκρατορίας. Αλλιώς τη νύχτα των εκλογών θα ξεσπούσαν ανεξέλεγκτα πόλεμοι, πραξικοπήματα, πολιτικές δολοφονίες, κλπ. Αν ο Ερντογάν έκανε μια τέτοια απόπειρα θα ήταν επειδή θα θεωρούσε (σωστά ή λάθος) ότι έχει την άδεια να κινηθεί. Αλλά αυτά τα ξέρει και η Αθήνα.
Ο Ερντογάν και το Επιτελείο αντιλαμβάνονται πως δεν είναι τυχαία η προειδοποίηση του αντιστράτηγου Στ. Κουτρή (προέδρου της Ένωσης Απόστρατων Αξιωματικών) ότι αν η Τουρκία επιτεθεί την περιμένει «απροσδόκητη έκπληξη». Όπως το τουρκικό Επιτελείο είχε λάβει υπόψη του μια προειδοποίηση του Α. Παπανδρέου για το «Χόρα».
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να αποφύγει «πάση θυσία» εμπόλεμη σύγκρουση με την Τουρκία, όπως ακριβώς έχουν κάνει και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα, εφάρμοσε αυτή την πολιτική του κατευνασμού και έναντι των Σκοπίων, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος», δηλαδή όχι των «Σπαρτιατών» να πεθάνουν για την πατρίδα αλλά των Αμερικανών, των Γερμανών, των ξένων επικυρίαρχων. Γι’ αυτό δεν έχουν την εμπιστοσύνη του κόσμου ούτε ο Τσίπρας ως αρχηγός, ούτε ο Τσακαλώτος ως εσωτερική αντιπολίτευση, ούτε ο Φίλης, δηλαδή κανένα από τα στελέχη του κόμματος. Τα Σκόπια θεωρητικά δεν αποτελούν κίνδυνο (όχι άμεσο) και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως τιμωρία, έχασε απλώς τις εκλογές χωρίς όμως καθώς φαίνεται, να έχει ελπίδες ανάκαμψης. Με τη σημερινή του μορφή και με πρωταγωνιστές τα στελέχη που συνέπραξαν στην υπογραφή των Πρεσπών, δεν φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική λύση.
Αν τα Σκόπια είναι ακίνδυνα, η Τουρκία δεν είναι. Η παραχώρηση εθνικότητας και γλώσσας στους Σκοπιανούς δεν αφαιρούσε κάτι που ήταν δικό μας, το είχαμε και το ξεπουλήσαμε και γι’ αυτό η τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «μικρή». Με την Τουρκία, όμως, είναι αλλιώς. Η Τουρκία ζητάει να εκμηδενιστούμε μόνοι μας, με την υπογραφή μας.
Γι’ αυτό η ελίτ που κυβερνάει τη χώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τρόπους να δικαιολογήσει την οποιαδήποτε παραχώρηση και θέλει το άλλοθι μιας δικαστικής απόφασης. Οι ελπίδες ότι η προσφυγή στη Χάγη θα αποτινάξει τις ευθύνες θυμίζουν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του.
Απόστολος Αποστολόπουλος