Ο Καρλ Κάιζερ μπορεί να διδάσκει στις ΗΠΑ, αλλά διαθέτει και μεγάλη ευρωπαϊκή εμπειρία, καθώς στη δεκαετία του ’70 είχε διατελέσει σύμβουλος του Βίλι Μπραντ, του Χέλμουτ Σμιτ και του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ. Μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF) εκτιμά, όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, ότι στις κρίσιμες εκλογές της 3ης Νοεμβρίου ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν θα συγκεντρώσει καθαρή πλειοψηφία.
Επισημαίνει ωστόσο ότι αυτό δεν είναι αρκετό για να του εξασφαλίσει την προεδρία.
«Αυτές οι εκλογές είναι κάτι περισσότερο από ένα σταυροδρόμι», επισημαίνει ο Καρλ Κάιζερ. «Διακυβεύεται το μέλλον της αμερικανικής Δημοκρατίας, το μέλλον της Δύσης και της διεθνούς πολιτικής – ποτέ δεν είχαν εξαρτηθεί τόσα πολλά από την απόφαση των Αμερικανών ψηφοφόρων. Γι’ αυτό και η κινητοποίηση των ψηφοφόρων είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά».
Η αλήθεια είναι ότι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση οι υποψήφιοι κάνουν λόγο για την «πιο κρίσιμη αναμέτρηση μέχρι σήμερα», σε μια προσπάθεια να συσπειρώσουν το κομματικό τους ακροατήριο. Αλλά αυτήν τη φορά δεν πρόκειται για φράση κλισέ, επιμένει ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων. Όπως τονίζει, «το βλέπουμε αυτό και στις δημοσκοπήσεις. Το 70% των Δημοκρατικών πιστεύει ότι ο Τραμπ μάς οδηγεί σε δικτατορία, ενώ το 80% των Ρεπουμπλικανών θεωρεί ότι ο Μπάιντεν θα εγκαθιδρύσει σοσιαλιστικό καθεστώς στις ΗΠΑ.
»Η χώρα παραμένει βαθιά διχασμένη, και η ετυμηγορία των ψηφοφόρων θα κριθεί από θεμελιώδη ζητήματα».
Ο Τραμπ και οι Ευρωπαίοι
Ο Καρλ Κάιζερ αναφέρει ως μεγαλύτερη αποτυχία του Τραμπ την αδυναμία διαχείρισης της πανδημίας, αλλά και την ελλιπή λειτουργία της Δημοκρατίας με παραβιάσεις της νομοθεσίας, προώθηση ευνοούμενων σε θέσεις ευθύνης και ανάκληση νομοθετικών πράξεων ή πρωτοβουλιών της προηγούμενης κυβέρνησης. Στην Ευρώπη –και ιδιαίτερα στη Γερμανία– ανησυχούν εξίσου για την έλλειψη συνεργασίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και το σκαιό ύφος του Τραμπ απέναντι σε Ευρωπαίους ηγέτες:
«Ψάχνει αφορμές για αντιπαράθεση και βρίσκει ως αφορμή –όπως και οι προκάτοχοί του, άλλωστε– τη χαμηλή συμμετοχή της Γερμανίας στις αμυντικές δαπάνες της Συμμαχίας. Αλλά η πραγματική αιτία είναι διαφορετική. Σχετίζεται με την απόρριψη του ρόλου της Γερμανίας στην ΕΕ, με την απόρριψη της ίδιας της ΕΕ. Ποτέ δεν κατάλαβε τι σημαίνει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Έχει πρόβλημα και με την Άνγκελα Μέρκελ, όπως άλλωστε με όλες τις δυνατές γυναίκες, το βλέπουμε αυτό και στην εσωτερική πολιτική στις ΗΠΑ. Δεν διατηρεί σχέσεις με τους συμμάχους του, δεν έχει αντιληφθεί ότι μια εποικοδομητική συνεργασία ουσιαστικά αυξάνει την αμερικανική ισχύ. Προτιμά να διατηρεί φιλικές σχέσεις με δικτάτορες, παρά με συμμάχους…».
Δεν είναι η πρώτη φορά που κλυδωνίζονται οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Γερμανία.
Τη δεκαετία του ’70 υπήρξαν άφθονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ και τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ. Πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν πολεμοκάπηλο τον Ρεπουμπλικανό Ρόναλντ Ρέιγκαν τη δεκαετία του ’80, αλλά και τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο λίγα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, εκτιμά ο Γερμανός αναλυτής, «η σημερινή κρίση πηγαίνει πιο βαθιά. Για πρώτη φορά έχουμε έναν Αμερικανό πρόεδρο που αμφισβητεί το νόημα της Ατλαντικής Συμμαχίας, που δεν επικαλείται τα κοινά συμφέροντα. Αυτό θα αλλάξει αν εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν».
Ο κίνδυνος του «ασυγκράτητου» Τραμπ
Τι θα γίνει όμως αν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ; Η εκτίμηση του Καρλ Κάιζερ είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξη: «Σε μια δεύτερη θητεία ο Τραμπ θα ήταν εντελώς ασυγκράτητος, θα έκανε πράγματα που διστάζει ακόμη να κάνει, μπορεί να έφτανε στο σημείο να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Το σκεφτόταν ήδη, αλλά τον απέτρεψαν οι σύμβουλοί του, με πολύ κόπο… Προφανώς θα γίνει πιο οξύς και στην εμπορική πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι οι διατλαντικές σχέσεις θα αντιμετωπίσουν προβλήματα τα οποία διαφαίνονται ήδη, αλλά σίγουρα θα πάρουν μεγαλύτερες διαστάσεις σε περίπτωση επανεκλογής. Κι ας ελπίσουμε ότι σε αυτή την περίπτωση και οι δύο πλευρές –το Κογκρέσο, η αμερικανική εσωτερική πολιτική και οι Ευρωπαίοι– θα βρουν τη δύναμη να αντιδράσουν για να μην καταστραφούν όλα όσα χτίσαμε τη μεταπολεμική περίοδο».
Klaus Remme / DLF
- Πηγή: dw.com / Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου.