Στις παθογένειες και στην κοντόφθαλμη λογική των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε αναφερθεί πολλάκις και το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ αυτό αποδείχθηκε και κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής. Λίγες ώρες πριν από τη δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων σπεύσαμε να πανηγυρίσουμε για τη «διορία» που έδωσαν η Γαλλία και η Γερμανία στον Ερντογάν, αλλά αυτή η «περήφανη» ευρωπαϊκή στάση δεν αποτυπώθηκε στις κοινές ανακοινώσεις.
Ωστόσο, το ζήτημα είναι εμείς τι κάνουμε.
Είμαστε μέρος ενός διεθνούς συστήματος, το οποίο ως κεντρικό κανόνα έχει αυτόν της αυτοβοήθειας, αλλά και όταν απαιτούνται συμμαχίες, αυτές πραγματοποιούνται στη βάση της σύγκλισης συμφερόντων, της συναντίληψης των απειλών, και εντέλει της ανάληψης στρατηγικού κόστους. Η ανάληψη κόστους σίγουρα ενέχει ρίσκο, αλλά μπορείς να κάνεις αλλιώς όταν απειλείσαι και είσαι ο επισπεύδων;
Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι εμπορικές σχέσεις με τη χώρα μας διευρύνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια – με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας, όταν το παγκόσμιο εμπόριο υπέστη συνολική καθίζηση. Σε μηνιαία βάση η Τουρκία εξάγει προϊόντα κατά μέσο όρο 142,07 εκ. δολαρίων προς την Ελλάδα, ενώ ρεκόρ των 216,17 εκ. δολαρίων σημειώθηκε τον Φεβρουάριο του 2019, τις ημέρες κλιμάκωσης των προκλήσεων με την ανάρτηση φωτογραφιών Τούρκων κομάντο στα Ίμια λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού στην Άγκυρα. Επρόκειτο για ένα ακόμη επεισόδιο προπαγάνδας στο πλαίσιο του ψυχολογικού πολέμου.
Η δημιουργία ενός μηχανισμού επιβολής κυρώσεων με αναφορά στην παραβατικότητα της Τουρκίας είναι παραπάνω από αναγκαία, και πρέπει να υλοποιηθεί… χθες. Εντούτοις, για να πεισθούν οι κρίσιμοι αυτοί δρώντες ότι «κάτι συμβαίνει» και «η τουρκική επιθετικότητα πρέπει να πάψει», πρέπει να τους καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι πράγματι υπάρχει πρόβλημα, η Ελλάδα και η Κύπρος πράγματι απειλούνται, πράγματι επίκειται πόλεμος αν δεν γίνει κάτι.
Πρέπει να πεισθούν ότι ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης είναι ορατός και απτός, ενόσω η Τουρκία δεν εξισορροπείται αλλά κατευνάζεται.
Πώς λοιπόν θα πεισθούν; Σίγουρα όχι με το να δηλώνεις «ικανοποιημένος για την έναρξη διερευνητικών επαφών» την ημέρα του ανοίγματος των Βαρωσίων. Σίγουρα όχι με το να διακηρύττεις ότι «η κόκκινη γραμμή είναι στα 6 ν.μ.» εγκαταλείποντας τα κυριαρχικά δικαιώματά σου επί της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης. Σίγουρα όχι με το να προσποιείσαι ότι δεν βλέπεις και δεν ξέρεις τίποτα, όταν η Τουρκία προχωρά στον «Αττίλα υπ’ αριθμόν 200 (!)» κάνοντας γεωτρήσεις στην κυπριακή υφαλοκρηπίδα. Σίγουρα όχι με το να αποφεύγεις έστω να θέσεις ζήτημα πώλησης βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού, όπως τα υποβρύχια 214 από τη Γερμανία προς την Τουρκία. Σίγουρα όχι με το να συνεχίζεις, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, τις δικές σου «business» με την Άγκυρα.
Είναι σαν να θέλω να μεταφέρω έναν καναπέ και να παρακαλώ έναν φίλο μου να έρθει να με βοηθήσει. Όταν αυτός τελικά έρχεται, τον αφήνω να τον κουβαλήσει μόνος του – για να μην πούμε ότι κάθομαι και πάνω, αναμένοντας «να κάνει τη δουλειά». Αυτή δεν είναι σοβαρή αντιμετώπιση των πραγμάτων, όπως και σοβαρό δεν είναι να διακηρύττουμε ότι «επίκειται μαραθώνιος» και «δεν θέλουμε να παρουσιάσουμε όλα τα όπλα μας». Όντως επίκειται μαραθώνιος, και γι’ αυτό πρέπει να θέσουμε ψηλά τον πήχη, αν θέλουμε να πάρουμε κάτι στο τέλος της ημέρας.