κα΄. Ψωμί καρβέλια φύτευες στην άδεια την κοιλιά μου, μα της κοιλιάς μου τον καρπό, το ακριβό ’μ’ βλαστάρι, συ άγρια το ξερίζωσες∙
[πολύ ακριβά μου πούλησες τα εδώδιμά σου δώρα!
Λάδι κι αλεύρι έδωσες, και μια ψυχούλα εισπράττεις!
Ματαίωσ’ τη συναλλαγή, χιλιοπαρακαλώ σε, κι αυτό που πήρες από με να μου το δώσεις
[πίσω.
Δεν σ’ έφτασε ο θάνατος που σκόρπισες στον κόσμο, βάλθηκες και στο σπίτι μου το χέρι σου ν’ απλώσεις;
Πάρ’ τη δική μου την ψυχή, αντάλλαγμα την δίνω, και του παιδιού μου την ψυχή λευτέρωσ’ απ’ τον Άδη.
[Αυτό να κάνεις αν μπορείς, αν θέλεις να με πείσεις πως όντως είσαι άνθρωπος∙
γίνε φιλάνθρωπος».
κβ΄. Κεντριά ήταν τα λόγια αυτά, πληγώθηκ’ ο Ηλίας∙ και ντράπηκε πολύ ν’ ακούει τους οδυρμούς
[της χήρας,
κι όλες τις υποψίες της πως ήτανε ο φταίχτης και την ψυχή του τέκνου της έστειλ’ αυτός
[στον Άδη.
Μάταια το προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Δεν μπόρεσε –αδύνατο!–, όσα κι αν είπε
[λόγια.
Κι αφού είδε κι απόειδε που ό,τι και να της είπε εκείνη δεν τον πίστευε, πιάνει κι αυτός τους
[θρήνους∙ συνέχεια, με παράπονο, σταματημό δεν είχε.
Κι υψώνοντας τα μάτια του στον ουρανό με πόνο, αυτά φωνάζει στο Θεό, αυτά ’ναι που Του
[λέει ο άμεμπτος ο μάρτυρας, ο άγιος ο Προφήτης:
[«Αλίμονό μου Κύριε, αλί και τρισαλί μου!
Τούτη που με φιλοξενεί και μένω εδώ μαζί της, Εσύ την παρακίνησες να απαιτεί από μένα το
[τέκνο της που το ’χασε να της το δώσω πίσω.
[Βοήθα με τώρα Εσύ, σ’ Εσένα έχω ελπίδα∙ ότι το ξέρουνε καλά όλοι όσοι Σε γνωρίσαν πως
[σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
κγ΄. Σιγά μην το πιστέψαμε», στον Παντοδύναμο Θεό φώναξε ο Προφήτης,
«πως του παιδιού ο θάνατος ήρθ’ από φυσικού του, όπως σε όλους τους βροτούς κάποια
[στιγμή συμβαίνει.
Λες να μην το κατάλαβα, πως τούτο δω το δράμα το σκάρωσ’ η σοφία Σου;
Αφού Εσύ, Αναμάρτητε, συνέχεια τρόπο ψάχνεις, να μου ενσταλάξεις στην καρδιά της
[ευσπλαχνίας τον πόθο∙ έτσι ώστε άμα Σου αιτηθώ και Σε παρακαλέσω
“τον γιο της χήρας τον νεκρό να μου τον αναστήσεις”, να βρεις την ευκαιρία Σου και να μ’
[αντιγυρίσεις:
“Ελέησε πρώτα εσύ τον Ισραήλ, τον γιο Μου∙ τον κόσμο όλο, δηλαδή, για τον λαό Μου λέω
[που θλίβεται ολάκερος και είν’ απεγνωσμένος∙
[και περιμένει από Εμέ να βρει τη σωτηρία, μιας και το ξέρει αυτός καλά πως έχει έναν
[Πατέρα που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
κδ΄. Θέλοντας το λοιπόν τη γη να σώσει ο Πανοικτίρμων, έτσι του αποκρίνεται του Ηλία και του
[λέει:
«Πιστεύω τώρα ο λόγος μου να φτάνει στα αυτιά σου πιο δυνατά, πιο καθαρά∙ γι’ αυτό άκου
[που σου λέω:
Πονάω και αγωνιώ, τρόπο ψάχνω για να ’βρω η καταδίκη να λυθεί, να πάψει η τιμωρία.
Επείγομαι να βρω τροφή σ’ όλους τους λιμασμένους∙ ότ’ έτσι είμ’ απ’ τη φύση μου:
[εύσπλαχνος δίχως τέλος.
Τους ποταμούς τα δάκρυα που χύνονται εγώ βλέπω∙ και σαν Πατέρας στοργικός λυγίζω από
[συμπόνοια.
[Λυπάμαι τόσο και πονώ όλους αυτούς που φεύγουν
από την πείνα, το λιμό και τη μεγάλη θλίψη.
[Και όλους τους αμαρτωλούς θα ’θελα να οδηγήσω σ’ ειλικρινή μετάνοια, και έτσι να τους
[σώσω, γιατί είν’ αλήθεια αυτό που λεν και που βαθιά πιστεύουν πως ως Εμέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
κε΄. Άκου, λοιπόν, Προφήτη μου κι έχε μου εμπιστοσύνη∙ με πάσα επιμέλεια και με μεγάλη ζέση
[φροντίζω κάποια πράγματα κτήμα σου να τα κάνεις.
Την ευσπλαχνία μου οι άνθρωποι την έχουν δεδομένη, γραμμένη σε συμβόλαιο και
[υπογεγραμμένη.
Και στο συμβόλαιο αυτό φαρδιά-πλατιά το γράφω: το θάνατο τ’ αμαρτωλού καθόλου δεν
[τον θέλω∙ τ’ αντίθετο επιθυμώ, να ζήσουν θέλω όλοι.
[Πρόσεξε το λοιπόν καλά
και μην με βγάλεις ψεύτη. Δέξου αυτό που σου ζητώ∙ για χάρη τους μεσολαβώ, για όλους
[μεσιτεύω.
Το μόνο που σε άγγιξε και σ’ έχει συγκλονίσει, της χήρας είν’ τα δάκρυα.
[Μα γιά έλα και στη θέση μου που νοιάζομαι για όλους! Γιατί για όλους είμ’ εδώ κι
[απέναντι στους πάντες εγώ
είμαι φιλάνθρωπος».
κϛ΄. Τότ’ επιτέλους άνοιξε στα λόγια του Υψίστου και το μυαλό και την καρδιά κι όχι μόνο τ’
[αυτιά του,
ο Ηλίας και υπάκουσε∙ και ήρθε και στολίστηκε κι ομόρφυν’ η ψυχή του απ’ την καλή υπακοή
[κι από τα Θεία λόγια.
Και στράφηκε προς τον Θεό κι αυτά είναι που Του είπε: «Ας γίνει τότε Δέσποτα, λοιπόν, το
[θέλημά Σου.
Δώρο σ’ αυτούς που χάνονται χάρισε τη βροχή Σου και σώσ’ τους έτσι τη ζωή∙ τα σύμπαντα
[ζωογόνησε, ζωή πλημμύρισέ τα.
Αφού Εσύ είσαι, όντως, και λύτρωση κι Ανάσταση, σκόρπα παντού τη Χάρη –
σ’ ανθρώπους και σε ζωντανά.
[Ότι Εσύ μόνο μπορείς τα πάντα να διασώζεις, και σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
κζ΄. Κι ευθύς ως τα εκστόμισε τα λόγια αυτά ο Προφήτης, ο Πολυέλεος Θεός του απαντάει και
[λέει:
«Τα λόγια σου τα άκουσα∙ και την προαίρεσή σου, την είδα μέσα σου κι αυτήν κι αληθινή την
[βρήκα.
[Όλα τα καλοδέχομαι και έπαινο σου δίνω, και βιάζομαι λοιπόν γι’ αυτό τώρα να σε
[τιμήσω.
Εγώ για κείνους πρέσβευσα και για αυτών χατίρι, χάρη από σένα ζήτησα∙
γι’ αυτό τώρα κι εσύ λοιπόν, μεσίτευσε για εμένα και δώσε εσύ τη Χάρη μου.
[Καθώς δεν το ανέχομαι
καταλλαγή να υπάρξει χωρίς εσέ συμμέτοχο, μπρος κίνησε και πάνε, και δώσε σ’ όλους
[μήνυμα πως στέλνω τη βροχούλα.
Κι έτσι όλοι θα κραυγάζουνε κι όλο για σε θα λένε, πως κειος που ήταν άσπλαχνος άξαφνα
[έχει γίνει
προς όλους μας φιλάνθρωπος.