ιδ΄. Οι Ιουδαίοι δεν το ’χανε σύμφωνο με το νόμο, να κάθονται φαΐ να τρων με ξένο απ’ άλλο
[έθνος.
Γι’ αυτό τον έριξ’ ο Θεός τον Αϊ-Προφήτ’ Ηλία στα χέρια μιας αλλόφυλης, στο σπίτι μίας
[ξένης.
Το σχέδιο έτσι ήτανε, να σιχαθεί ολωσδιόλου να κάθεται να τρώει μ’ αυτήν κι άλλο να μην
[αντέξει,
κι αμέσως στον Φιλάνθρωπο την κεφαλή να σκύψει, θερμοπαρακαλώντας Τον να ρίξει
[καταιγίδες.
[Αλλ’ ο Προφήτης πρόβλημα δεν φάνηκε να έχει,
στα έθνη τα ειδωλολατρικά καταφυγή για να ’βρει.
[Μόν’ τρέχει στη γυναίκα αυτή κι ως να του το χρωστούσε, τροφή ζητάει χωρίς ντροπή – κουβέντες δεν σηκώνει.
[«Εγώ», της λέει, «έχω ελεύθερο από σένα να εισπράττω με διάταγμα που έβγαλε ο
[Κύριος ο Ένας, που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας».
ιε΄. Κι ευθύς όπου τ’ ακούει αυτά η χήρα τ’ απεκρίθη∙ χωρίς κανέναν δισταγμό αυτά είπε στον
[Προφήτη:
«Σταχτόπιτες δεν έχω γω, παρά μια χούφτα αλεύρι που πήγαινα νά τώρα δα μπαίνοντας μες στο σπίτι, να το ’φτιαχνα να τρώγαμε μαζί με τα παιδιά μου.
Και πέρα από τη δράκα αυτήν, άλλο δεν μ’ απομένει παρά μονάχα ο θάνατος ο μαύρος να
[γλιτώσω».
Τα λόγια που είπε η χήρα αυτά πολύ τον συγκινήσαν, και να συμπάσχει ένιωσε κι έτσι
[συλλογιζόταν:
«Τούτ’ την κακόμοιρη, λοιπόν, πιότερο κι από μένα την πνίγει η κατάθλιψη, την λιών’ η
[μαύρη πείνα.
[Σκούρα είναι τα πράγματα, δεν βλέπω να γλιτώνει, αν δεν προφτάσει ο Θεός, ο μόνος
[Ελεήμων, που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ιϛ΄. Και τώρα, λέει, τι να πω και τι να μολογήσω; Σε θέση άσχημη πολύ βρίσκετ’ αυτή η γυναίκα.
[Του λόγου μου και αν πεινώ, τουλάχιστο είμαι μόνος.
Αλλά στη χήρα τούτη εδώ που’ ρθα για να καθίσω, μαύρη μοίρα της έλαχε∙ μονάχη δεν λιμοκτονεί, πεινούν και τα παιδιά της.
Αλίμονο! Αλίμονο, μην γίνω εγώ ο ξένος, πρόξενος του θανάτου της!
Αυτής που με φιλοξενεί, της οικοδέσποινάς μου να γίνω εγώ ο αίτιος να χάσει τα παιδιά
[της;
Ήρθ’ ο καιρός για να στραφώ∙ νομίζω ήρθ’ η ώρα το έλεος να θυμηθώ, να δείξω ευσπλαχνία.
Στους πάντες φέρθηκα εχθρικά∙ αλλά σ’ αυτήν απέναντι σκέφτομαι να αλλάξω.
[Άλλες εγώ συνήθειες θα πρέπει να αποκτήσω:
σαν συμπονώ ν’ αγάλλομαι, με το έλεος να χαίρω.
[Να μοιάσω του Πολυέλαιου Δημιουργού των πάντων, που σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ιζ΄. Γι’ αυτό, έτσι αποκρίθηκε στη χήρα ο Προφήτης: «Τι κι αν μια δράκα άλευρο συ λες πως
[σ’ απομένει;
Από εδώ και στο εξής, ο πίθος που το έχεις, άδειος δεν θα ξαναβρεθεί∙ και το αγγειό με
[λιόλαδο που ’χεις εκεί καημένη, βρύση θα γίνει αστέρευτη, συνέχεια θ’ αναβλύζει».
Κι ο Ηλίας ό,τι χάρισε με λόγια κι ευλογίες,
ο Κτίστης που ’ν’ φιλότιμος και εύσπλαχνος εξίσου, με έργα το υποστήριξε κι αληθινό τον
[βγάζει.
Μ’ αυτό, λένε, ο Πάνσοφος στήριξε τον Προφήτη, καθώς το χέρι Του έβαλε να γίνει αυτό
[που είπε∙
Μα αν είν’ μαθές ολάκερη να πούμε την αλήθεια, είναι και τ’ άλλο που ήθελε ο Κύριος να
[κάνει:
[βρίσκοντας τέλεια πρόφαση και τη χρυσή ευκαιρία, την άρπαξε και αγαθά απλόχερα
[χαρίζει, στη χήρα αυτήν τη δύστυχη που τα ’χε τόση ανάγκη.
[Αναμενόμενο θα πεις, αφού το ξέρουμ’ όλοι πως σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ιη΄. Και έτσι ήρθε ο Θεός στα λόγια του Προφήτη, και του ’ξασφάλισε τροφή, σ’ αυτόν μα και
[στη χήρα.
Αλλ’ ο Ηλίας γενικώς δεν σπλαχνιζόταν διόλου, και άκαμπτος παρέμενε στης ξηρασίας το
[θέμα.
Κι όπως θωρούσε ο Εύσπλαχνος, έβλεπε τον κοσμάκη ολούθε να αφανίζεται∙
κι από την άλλη ο άγιος δεν πείθονταν με λόγια.
[Γι’ αυτό, έν’ άλλο τέχνασμα σχεδιάζει με σοφία και βάζει μπρος ο δίκαιος.
Επέτρεψε το τέλος του να βρει ο γιος της χήρας∙
[Σου λέει τα δάκρυα σαν θα δει, δράμα πάνω στο δράμα και βάσανο ατελείωτο, της
[δύσμοιρης της χήρας –ε… πού θα πάει, δεν μπορεί!– στο τέλος θα φωνάξει:
[«Δώσ’ επιτέλους τη βροχή, ας πάει στα κομμάτια∙ αφού σε όλους είν’ γνωστό, το ξέρει
[όλ’ η πλάση πως σαν Εσέ
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
ιθ΄. Καθώς η χήρα, το λοιπόν, νεκρό βλέπει τον γιο της, με τον Προφήτη τα ’βαλε, απέναντι τον
[βάζει.
«Κάλλιο», του λέει, «να πέθαινα η δύστυχ’ απ’ την πείνα, πριν να σε δω στα μάτια μου και πριν να σε γνωρίσω.
Χίλιες φορές το προτιμώ να ’χα τελειώσει απ’ τον λιμό∙
δεν θα ’μουν τώρα ζωντανή να βλέπω τέτοιο πράγμα: το σπλάχνο μου να κείτεται νεκρό
[ενώπιόν σου.
Αυτή ’ν’ η αντιμισθία μου, αυτό είν’ το μαύρο δώρο π’ άψογα σ’ υποδέχτηκα και σε
[φιλοξενούσα;
[Είχα γω το παιδάκι μου κι ήτανε η χαρά μου
πριν να ’ρθεις δω βρε άνθρωπε! Με το που ήρθες άτεκνη με άφησες τη δόλια, πιάνοντας
[και στο στόμα σου κειον τον Θεό που ξέρεις πως σαν Αυτόν
φιλάνθρωπος δεν είν’ άλλος κανένας.
κ΄. Αυτόν που σύννεφα κρατεί και τη βροχή δεσμεύει, στο χέρι τώρα τον κρατά κι ολόγερα τον
[δένει μια χήρα με τα δίκια της, μια χήρα πονεμένη.
Κι αυτόν που μ’ έναν λόγο του τον κόσμ’ όλο παιδεύει, μία γυναίκα τώρα δα στενόχωρα
[τον σφίγγει.
Και τι γυναίκα, αν το σκεφτείς… Όχι καμιά σπουδαία! Μια άμοιρη, μια δύστυχη κι αδύναμη
[τελείως.
Αυτόν που με το λόγο του και με τη δύναμή του νόμιζε πως τους ουρανούς κρατά
[κλειστούς μονάχος, τον έχει για κατάδικο και δέσμιο τον κρατάει.
Έξω φρενών του φώναζε και τον κατηγορούσε, και ως φονιά τον έσυρε σκληρά να τον
[δικάσει, κραυγάζοντας στον πόνο της:
«Δώσε πίσω το σπλάχνο μου, εσύ το ’χεις σκοτώσει! Θαρρείς ότι τ’ αλεύρι σου
[χρειάζομαι η μαύρη;
[Και μη μου δίνεις πια φαΐ! Τον εαυτό σου ξεγελάς νομίζοντας πως τάχα, λίγη τροφή
[παρέχοντας
φιλάνθρωπος θα γίνεις.