Η μακαρίτισσα η προγιαγιά μου η Βαρβάρα ήταν χήρα και βαριά χαροκαμένη πρόσφυγας από τον Πόντο, αλλά υπήρξε γρανιτένια κι ασάλευτη κολόνα της οικογένειας. Όταν κάποιο εγγόνι της δεν εκφραζόταν με την απαιτούμενη σαφήνεια, το προέτρεπε ν’ ακριβολογεί.
«Καλάτσεψον ρωμαίικα», πρόσταζε.
Είναι πασίγνωστο, φυσικά, ότι οι Έλληνες του Πόντου, αλλά κι άλλοι Έλληνες που κάποτε ήταν πολίτες της ένδοξης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους ή Ρωμιούς.
Αυτός είναι ένας προσωπικός λόγος ώστε ν’ αντιμετωπίζω το συγκεκριμένο όνομα του γένους μας με συμπάθεια. Αναγνωρίζω τη συναισθηματική φόρτιση που έλαβε ο όρος Ρωμιός μέσα στην ιστορία, αποκομμένος, βέβαια, από την αρχική έννοια του πολίτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ναι, τον συμπαθώ τον όρο, αλλά μέχρις εκεί.
Γνωρίζω τις διαφωνίες που είχαν σπουδαίοι διανοητές κι επιστήμονες στο παρελθόν, και τη μεγάλη κουβέντα που είχε γίνει πάνω στο θέμα των ονομάτων του γένους μας. Έχω μεγάλο σεβασμό για τους περισσότερους από τους σπουδαίους αυτούς ανθρώπους και άπειρη κατανόηση για τις ιδιαίτερες συνθήκες και τις ιστορικές περιστάσεις που συνέβαλαν σε μια τέτοια αντιλογία στο παρελθόν. Αλλά για μένα το θέμα είναι απλό και βρίσκω τούτη τη συζήτηση ατελέσφορη.
Αν καταπιάνομαι μ’ αυτό το θέμα σήμερα, είναι γιατί πιάνουν οι κεραίες μου μια προσπάθεια ξαναζωντανέματος αυτής της ανούσιας διαφωνίας. Το βασικό όνομα του γένους μας είναι Έλληνας· τα άλλα είναι δευτερεύοντα ονόματα, προσωνύμια ή παρατσούκλια. Συμπαθητικά μεν, παρατσούκλια δε. Το να υποστηρίζει κανείς σήμερα πως πρέπει να προκρίνουμε το προσωνύμιο Ρωμιός έναντι του πρωτεύοντος και ταυτοτικού εθνωνυμίου Έλληνας, είναι άστοχο κι επικίνδυνο.
Κατ’ αρχήν, οι Ρωμαίοι υπήρξαν άσπλαχνοι και βάναυσοι κατακτητές. Πώς να δεχτούμε τέτοια ντροπή, πώς να δείξουμε τέτοια δουλοπρέπεια και ν’ αλλάξουμε –εμείς, το γένος των Ελλήνων– το όνομά μας παίρνοντας το όνομα ενός πρόσκαιρου κατακτητή μας; Τι δουλειά έχουμε εμείς με τη Ρώμη; Με τους Θούριους και τον Ακράγαντα έχουμε σχέση· αλλά με τη Ρώμη όχι. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη έγινε σταδιακά ελληνική. Δεν έγινε, όμως, τ’ αντίστροφο. Δηλαδή, δεν γίναμε εμείς Ρωμαίοι. Δεν γίναμε ομοιογενής πολτός, δεν υποκύψαμε στην τυραννική και στρατοκρατική παγκοσμιοποίηση εκείνης της εποχής. Είχαμε πνεύμα, γλώσσα δυνατή και πολιτισμό, κι αντέξαμε.
Κι από την άλλη, τι έχω να ζηλέψω απ’ τους Ρωμαίους για να πάρω τ’ όνομά τους;
Την αρένα και τις θηριομαχίες τους και το βασανισμό των ανθρώπων που τον είχαν για θέαμα και διασκέδαση; Τη ζωώδη κι απάνθρωπη σκληρότητά τους; Τη χριστιανομαχία τους και τους διωγμούς; Ή μήπως την καθ’ υπερβολήν ηδονιστική νοοτροπία και στάση ζωής τους; Υπάρχει κανείς τόσο αδιάβαστος που να υποστηρίξει ότι ο πολιτισμός των Ρωμαίων γενικώς ήταν ανώτερος από τον ελληνικό; Τι θα απαντούσαν με το χέρι στην καρδιά σ’ αυτήν την ερώτηση κάποιοι υπέροχοι Ρωμαίοι μ’ ελληνική και χριστιανική παιδεία, όπως ο Άγιος Κωνσταντίνος ή ο Ιουστινιανός;
Όπως ο άνθρωπος έχει ένα όνομα βαφτιστικό, αλλά κατά τη διάρκεια της ζωής του μπορεί να λάβει για διάφορους λόγους προσωνύμια, έτσι είναι και τα έθνη. Τα πρόσκαιρα νοηματικά φορτία που μπορεί να λάβουν τα ονόματα αυτά μέσα στους αιώνες εξαιτίας περιστάσεων, δεν πρέπει να μας επηρεάζουν. Και τα παρατσούκλια έχουν τη νοστιμάδα τους κι έχουν πολλά να πουν. Καλώς χρησιμοποιούνται, αλλά δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν το όνομα. Σε τέτοια περίπτωση πέφτουμε στην ψευδοφάνεια, ήγουν στο μασκαραλίκι.
Η ουσία στο ζήτημα αυτό βρίσκεται στον πυρήνα της πιο σημαντικής, της πιο καίριας ιδεολογικής μάχης του σύγχρονου πολιτισμού. Στο ένα στρατόπεδο είναι οι υποστηρικτές του «γνώθι σαυτόν» και της επιστημονικής αλήθειας. Στο άλλο, οι υπέρμαχοι μιας στρεβλής θεώρησης του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού που θεωρεί πως μπορεί ν’ αλλάζει το όνομα κάθε ιστορικής, εθνικής ή άλλης ταυτότητας κατά το δοκούν.
Αν κυριαρχήσει στον κόσμο η νοοτροπία των δεύτερων, οι πόρτες για μια νέα τάξη πραγμάτων ενός απάνθρωπου και παγκόσμιου ολοκληρωτισμού ανοίγουν διάπλατα.
Τα έθνη με την ιστορική τους διαδρομή, τις επιλογές, τον πολιτισμό και την πρόοδό τους χτίζουν πάνω στην παράδοσή τους κι εμπλουτίζουν τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους με ειλικρίνεια κι αξιοπρέπεια. Δεν μασκαρεύονται αλλάζοντας ταυτότητες με βάση συναισθηματισμούς ή μικροσυμφέροντα της εποχής. Ο Άγιος Ιωάννης Βατάτζης με την περίφημη επιστολή του στον πάπα Γρηγόριο Θ΄ τοποθετεί τα πράγματα στη θέση τους. Κι ο Άγιος Νεκτάριος με τα γραπτά του για τον ελληνισμό και την Ορθοδοξία μάς έδειξε τη διακριτική, τη βασιλική οδό, για να συνεχίσουμε να λαμπρύνουμε –κι όχι να αμαυρώνουμε– την ταυτότητα του γένους μας.
Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο Ρωμιοσύνη στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στα τραγούδια, στα ονόματα των οργανώσεών τους και στον καθημερινό τους λόγο, καλά κάνουν. Όσοι όμως πέφτουν στην υπερβολή να πουν πως «είμαι Ρωμιός» κι όχι Έλληνας, να το ξανασκεφτούν. Αν λένε πως «νά, κι οι Τούρκοι μας λένε Ρουμ», τι διαφορά έχουν από εκείνον τον αξιοκατάκριτο Κοραή που ’λεγε «νά, κι οι Ευρωπαίοι μας ονομάζουν Γραικούς»;
Και θεμιτοί και χρήσιμοι και γεμάτοι ιστορικές μνήμες και συναισθήματα οι όροι Ρωμιός και Ρωμιοσύνη! Η χρήση τους όμως πρέπει να γίνεται με διάκριση, σε ταιριαστό νοηματικό πλαίσιο, με μέτρο και χωρίς υπερβολές.