ς΄. Στον σταυρικό το θάνατο στείλατε σεις φονιάδες, Θεό που χρέος είχατε μόν’ να
[Τον προσκυνάτε.
Και τη σκληρή σας την καρδιά λίγο να απαλύνει ούτε η πλάση μπόρεσε, ότι έκανε
[προσπάθεια σαν ήρθε και σκοτείνιασε και φόρεσε τα μαύρα·
μήτ’ η νυχτιά
που πλάκωσε καταμεσής της μέρας,
μηδέ το καταπέτασμα του ιερού Ναού σας που ’χε πρωτύτερα σκιστεί –
προς τον Δεσπότη βλέποντας την τόση σας αναίδεια δεν άντεξε και σκίστηκε, γίνηκε
[δυο κομμάτια.
Κι οι πέτρες όταν ράγισαν και οι νεκροί σαν βγήκαν μέσα από τα μνήματα
[κι άρχισαν να συναπαντούν τους ζωντανούς στους δρόμους,
και τότε δεν συνέσατε να ’ρθείτε σε μετάνοια – έστω να μαλακώσετε, λίγο να
[λυπηθείτε.
Μόν’ άλλη έγνοια είχατε·
εκείνους τους στρατιώτες σας, κείνους εκεί τους έρμους που στείλατε και φύλαγαν
[τον τάφο τον Πανάγιο,
[στο ψέμα δασκαλεύατε, στην ψευδομαρτυρία.
Να πούνε δήθεν θέλατε πως του Χριστού το σώμα
από τον τάφο κλάπηκε, πως είδανε τους κλέφτες.
Στις μιαρές τις πράξεις σας συνέχεια δώστε τώρα, στεφανηφόρο στείλτε τον σε
[Ουράνια Βασιλεία·
εμπρός λοιπόν, μη νοιάζεστε και ξέρει πού πηγαίνει:
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.
ζ΄. «Τ’ ανθρώπου τώρα τον Υιό ψηλά βλέπω εκεί πάνω, στα δεξιά να στέκεται Τ’
[Ουράνιου Πατέρα».
Κι αφού ένα τέτοιο σου όραμα μαρτύρησες μπροστά τους, νομίζω έτσι συνέχισες να
[τους κατατροπώνεις:
«Τον βλέπω τώρα, πράγματι, εκεί ψηλά να στέκει· Αυτόν που ισχυρίζεστε πως το
νεκρό Του σώμα οι μαθητές Του το ’κλεψαν.
Ελάτε κι εξηγήστε μου, λοιπόν, να καταλάβω· πώς να ’χει γίνει άραγε οπού ’ταν
φυλαγμένος κάτω εδώ στα μέρη μας περίκλειστος σε τάφο, στους ουρανούς να
[βρίσκεται;».
Με τέτοια λόγια αγόρευε σεμνοπρεπής μπροστά τους.
Κι απ’ όλες τις θεόπνευστες γραφές τους παραθέτει μύρια όσα λόγια προφητών που
[λεν για τον Χριστό μας.
Μα όσο αυτός υψιπετά με τέτοια θεία λόγια,
κι όσο με την ομολογία του προς τον Θεό ανεβαίνει,
τόσο τα δόντια τρίζουνε εκείνοι εξοργισμένοι, και φονικό ετοιμάζουνε πικρό για να
[του δώσουν· στεφανηφόρος για να πάει –πού να ’ξεραν οι έρμοι–
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.
η΄. Αφού λοιπόν τον είδανε Χριστό να μολογάει τόσο λαμπρά και θαρρετά·
κι αφού τους είπε στην καρδιά μα και στ’ αυτιά συνάμα πως είναι απερίτμητοι
[(που πάει να πει πως η καρδιά και τα αυτιά των δόλιων είχαν τριγύρω ένα πουρί
που τα ’χε καλυμμένα,
που δέκα πήχες σίγουρα στο πάχος θα ’χε φτάσει),
τους είπε κι ότι στον Θεό το ’χουν κακό συνήθειο μονίμως ν’ αντιτάσσονται.
Κι όπως οι λύκοι οι άγριοι πέφτουν απά σ’ αρνάκι, έτσι κι αυτοί τον άρπαξαν· μ’ αυτός
[στεκόταν ψύχραιμος κι ήταν καθ’ όλα πράος.
Γιομάτοι οργή τον σέρνανε και τον τραβολογούσαν, κι έξω απ’ την πόλη πήγανε να τον
[λιθοβολήσουν.
Αλλ’ όσο αυτοί τον σκότωναν βάρβαρα με λιθάρια, ο μάρτυρας προσεύχονταν με
[αγιασμένα λόγια:
«Χριστέ μου πολυέλεε για χάρη σ’ το ζητάω, την αμαρτία του φόνου μου μην τους καταλογίσεις, Εσύ που ’σαι Πανάγαθος.
Μόνο το πνεύμα μ’ δέξου το που έρχεται κοντά σου· ότι αυτοί τι κάνουνε, δεν το ’χουν
[καταλάβει.
Δεν ξέρουν πως με στέλνουνε σε Σένα κατευθείαν, στεφανηφόρος να σταθώ εκεί
που μ’ έχεις τάξει,
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.
θ΄. Σε νέους, γέρους και παιδιά, πλούσιους, φτωχαδάκια, σοφούς και λογιότατους
[και στους απλούς αντάμα –κείνους εκεί που σε σχολειά δεν έτυχε να πάνε–
σ’ όλους μαζί μάς έδειξε ο Άγιος Πρωτομάρτυς, η Βασιλεία του Θεού με τι τρόπο
[κερδιέται.
Στον κόσμο το φανέρωσε: όποιος θυσίες κάνει στα είδωλα κάθε λογής, διαβόλια
[προσκυνάει.
Μόν’ το Χριστό να προσκυνάς και να δοξάζεις πρέπει, αλλά και να Τον σέβεσαι τον
[ποιητή των πάντων
μαζί και με τον Άναρχο, Αθάνατο Πατέρα, αλλά και τον Παράκλητο που είν’ το Άγιο
[Πνεύμα.
Τέτοια βραβεία κέρδισε ο Στέφανος ο θείος
που έγινε το πρότυπο
για όλους αυτούς που θέλουν
ν’ αγωνιστούν για τον Χριστό κι απ’ τ’ άχραντά Του χέρια να λάβουν φωτοστέφανα,
[αμάραντα στεφάνια.
Και να σταθούν μαζί μ’ αυτόν που ’ναι στεφανηφόρος,
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.
ι΄. Έτσι, με το παράδειγμα και με τη βιωτή του, που ’ταν σεμνή και πάλλευκη,
[ορθοπρεπώς διδάσκει
κι ασπίδα εκείνος γίνεται, μπαίνει σ’ υπηρεσία
[κι απ’ τις βιοτικές τις μέριμνες της πρώτης εκκλησίας
’λαφρώνει τους Απόστολους, και ειδικά τον Πέτρο που στέκονταν σαν κίονας της
της βλογημένης πίστης.
Τραπεζαρία διακονεί, με τράπεζ’ ο ίδιος μοιάζει που πλούσια φορτώνεται
[πνευματικά καλούδια που μ’ όλους τα μοιράζεται, καθώς κι αυτός προσέτι με
τέτοιες θρεπτικές τροφές πνευματικά τρεφόταν.
Ως άρτος παρατίθεται μετά από την ταφή του,
για να στηρίζει στέρεα και να ενδυναμώνει μ’ επιμονή και συνεχώς
[όλους τους βλογημένους που να γνωρίσουν τον Χριστό οι καημένοι περιμένουν,
όπως κανένας νηστικός που ’χει μέρες να φάει και περιμένει το ψωμί πότε θα βγει
[απ’ το φούρνο.
Όσο τον τρώει ο άνθρωπος τέτοιο άρτο ευλογημένο, τόσο ψηλά στον ουρανό η ψυχή του συσσωρεύει κέρδη που δίνουνε ζωή,
ώσπου στο τέλος φτάνει, της αιωνίου της ζωής το δώρο ν’ αποκτήσει.
[Τέτοια πνευματική τροφή που είσαι εσύ για όλους, δικαίως είσ’ εκεί ψηλά
δαφνοστεφανωμένος
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.
ια΄. Οι πατριάρχες, κι οι ιερείς, κι οι βασιλείς μαζί τους
κι όλα κείνα τ’ άτομα που λέγονται σπουδαία κι οι έχοντες αξιώματα
[κάθε λογής μεγάλα,
διαρκώς θα πρέπει να σε υμνούν· για πάντα σου χρωστάμε
μάρτυρα-πρωτομάρτυρα στον κόσμο ξακουσμένε.
Γιατί έδειξες σε όλους μας λογαριασμό πως πρέπει σ’ έναν Θεό να δίνουμε·
[και τις ουράνιες εντολές κι όλες τι συμβουλές Του αυτές να διαφυλάττουμε
πάντοτε στην εντέλεια.
Η τόσο καθαρή καρδιά που είχες Άγιέ μας, τους ουρανούς σού άνοιξε και βλέπεις συ
[μονάχα τον Παντοκράτορα Θεό με τον Χριστό δεξιά Του – εκεί που είπε πως θα
πάει, εκεί πήγε ο Χριστός μας.
Αλήθεια είναι το λοιπόν πως τον Θεό Τον βλέπουν κείνοι εκεί που καθαρή έχουνε την
[καρδιά τους.
Κι έτσι για σένα τι να πω; Πώς να σ’ αποκαλέσω; Μήπως μακαριότερο όλων των
[μακαρίων; Ή μήπως οσιότερο;
Δεν αστοχώ νομίζω, αφού εσύ πρωτοστατείς στο νέφος των Αγίων που με την πίστη
[στο Χριστό άθλους μεγάλους κάναν·
σ’ αυτούς, λοιπόν, ανάμεσα στεφανηφόρος στέκεις
στους αθλοφόρους μάρτυρες πρώτος μέσα στους πρώτους.