Μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, πολλοί αναλυτές κατατάσσονταν ως «Μακεδονομάχοι φίλοι του Μητσοτάκη» ή κεντροδεξιοί που αδημονούν για την εξουσία. Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, οι ίδιοι έγιναν «Συριζαίοι» ή «Συριζαυγίτες», οι οποίοι αντιμάχονται τις επιλογές της κυβέρνησης.
Δίχως αμφιβολία, πολλοί εκ των «επιστημόνων – τηλεοπτικών αστέρων» έχουν ως κεντρικό στόχο τη βουλευτική έδρα ή ακόμη και τον υπουργικό θώκο.
Το είδαμε με τους ειδήμονες περί οικονομικών την εποχή της οικονομικής κρίσης, παρατηρούμε το ίδιο όσον αφορά τους διεθνολόγους την εποχή της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι διακατέχονται από τις ίδιες σκοπιμότητες ή ότι εργαλειοποιούν την επιστημονική γνώση αλλοιώνοντάς την για την πολιτική ανέλιξή τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ακόμη και αν βρεθούν εντέλει σε θέση αιρετού εκπροσώπου των πολιτών επειδή θέλουν να συνδράμουν την εθνική προσπάθεια, δεν είναι απαραιτήτως έρμαια των κομματαρχών, ούτε φυσικά άγονται και φέρονται βάσει ιδιοτελειών.
Η λογική της αναγκαίας κατάταξης ενός ανθρώπου σε κάποιο κόμμα και ο υποχρεωτικός χρωματισμός του αποτελεί μια οπισθοδρόμηση, σχεδόν κωμική αν όχι εξοργιστική, μετά την επαλήθευση του ανεδαφικού των ιδεολογιών. Η λογική ότι «λες κάτι επειδή ανήκεις κάπου» συνιστά μια βολική αλλοίωση της ίδιας της δημοκρατίας, βολική τελικά για την ίδια την κομματοκρατία, η οποία επιδιώκει να στρατολογεί ή να δολοφονεί χαρακτήρες «ανυπότακτων».
Η πάλαι ποτέ περήφανη ομολογία κάποιου ότι είναι «ιδεολόγος» ηχεί μόνο ως ρομαντικός –αν όχι αφελής– βερμπαλισμός. Η ιδεολογία συνδέεται με την κατάθεση μιας συγκεκριμένης πολιτικής φόρμουλας διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων σε κάθε εποχή, σε κάθε κοινωνία, υπό οποιαδήποτε περίσταση, με οποιεσδήποτε προκλήσεις στον ορίζοντα, ανεξαρτήτως των κοινών σκοπών που έχει ορίζει η συντεταγμένη πολιτεία και μη λαμβανομένων υπόψιν των μέσων που διαθέτει.
Μία είναι η συνταγή του «ιδεολόγου» για τα εθνικά θέματα, την πρόνοια, την παιδεία, την υγεία, την οικονομία, την αγροτική παραγωγή και τον πολιτισμό.
Αλήθεια, έχουν κάποια σχέση τα ως άνω περιγραφόμενα συστατικά της ιδεολογίας με την ίδια την πραγματικότητα, η οποία είναι σύνθετη, πολυεπίπεδη και διαρκώς κυμαινόμενη; Κάθε πρόβλημα, κάθε πρόκληση της πολιτείας έχει βαθιά πολιτικά χαρακτηριστικά, ήτοι είναι ξεχωριστή, χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης αναλόγως με επιμέρους χαρακτηριστικά, προκλήσεις και διακυβεύματα.
Όσοι –δυστυχώς λίγοι– το αντιλαμβάνονται αυτό, αναγιγνώσκουν αναλόγως τον δημόσιο βίο και προτείνουν λύσεις βάσει κεντρικών γενικά αποδεκτών επιστημονικών αρχών, όχι «ιδεολογικά φορτισμένων» υπό την προοπτική δηλαδή ενός ιδεατού, αλλά οντολογικά προσανατολισμένων («τι είναι» αντί ενός αυθαίρετου και υποκειμενικού «τι θα έπρεπε να είναι»). Αυτοί οι λίγοι «παράξενοι», λοιπόν, επιμένουν να μιλούν για εθνική κυριαρχία και ανάγκη υπεράσπισής της ανεξαρτήτως κυβερνώντος κόμματος.
Αν βέβαια η εκάστοτε αντιπολίτευση βολεύεται και εξυπηρετείται, αυτό δεν πρέπει να απασχολεί τον περιγραφικό και οντολογικά προσανατολισμένο αναλυτή, καθώς άλλωστε δεν αποσκοπούσε σε κάτι τέτοιο. Αν σπεύδει αυτή η αντιπολίτευση να καπηλευτεί την επιστημονική άποψη, επίσης δεν φταίει γι’ αυτό ο έντιμος αναλυτής. Φταίει ένα κομματικό σύστημα μορφικά ομογενοποιημένο, το οποίο εξακολουθεί να λειτουργεί χωρίς κανόνες και αρχές οριζόμενες από τις ίδιες τις ανάγκες της κοινωνίας.