Φέτος συμπληρώθηκαν 101 έτη από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Στις 19 Μαΐου 1919, όταν ο επανελθών στο στράτευμα Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάσθηκε από το πλοίο «Bandırma» στη Σαμψούντα, ετέθησαν οι βάσεις για την τελευταία φάση της Γενοκτονίας. Η φαινομενική αποστολή του ήταν η «προστασία των Ελλήνων και των Αρμενίων από εγκληματικές συμμορίες», ωστόσο ο αληθινός σκοπός του ταξιδιού του ήταν η ολοκλήρωση της εξόντωσης των Ποντίων οι οποίοι έστεκαν εμπόδιο στο όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης των Νεοτούρκων.
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο για τους ιστορικούς το γεγονός ότι η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς Πολέμους επέφερε αλλαγή στα σχέδια των τουρκικών ηγεσιών.
Το όνομα Wilhelm Leopold Colmar Freiherr von der Goltz ίσως δεν μας λέει κάτι, παρά ταύτα ο εν λόγω Πρώσος αξιωματικός υπήρξε κομβικό πρόσωπο στη θνήσκουσα αυτοκρατορία και με μεγάλη επιρροή μετέπειτα στους Ενωτικούς και τους Νεοτούρκους. Μάλιστα θεωρήθηκε από τους ίδιους τόσο σημαντική η συμβολή του που στην Τουρκία είναι γνωστός ως Goltz pasha.
Ο Goltz κατετάγη στο πρωσικό πεζικό το 1861 ως αξιωματικός. Έχοντας πολεμήσει στον αυστροπρωσικό πόλεμο και στον γαλλοπρωσικό διορίσθηκε καθηγητής της στρατιωτικής ακαδημίας του Πότσνταμ το 1871. Αυτός ο διανοούμενος του πολέμου απεστάλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ύστερα από σχετικό αίτημα του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, μετά την ήττα στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο για να αναδιοργανώσει τον ηττημένο οθωμανικό στρατό.
Wilhelm Leopold Colmar Freiherr von der Goltz (φωτ.: commons.wikimedia.org)
Η συγκεκριμένη στρατιωτική αυθεντία, λοιπόν, επιχειρηματολογούσε από το 1897 υπέρ της δημιουργίας ενός κράτους-έθνους σε στενότερα γεωγραφικά όρια και όχι στα κάποτε αχανή αλλά τότε ξεφτισμένα της αυτοκρατορίας.
Σε άρθρο του στο περιοδικό Deutsche Rundschau με τίτλο «Οι αδυναμίες και η ισχύς του οθωμανικού κράτους», το οποίο αναδημοσιεύθηκε και στο Κάιρο το 1905 και το 1908, ανέφερε ότι «Πρέπει να ιδρυθεί στην Τουρκία ένα μικρό αλλά πιο δυνατό και πιο πολιτισμένο κράτος, στη θέση αυτού του μεγάλου και αργοκίνητου». Όντας υπέρμαχος της εγκατάλειψης των βαλκανικών και ευρωπαϊκών εδαφών, προέτρεπε: «Τι θα ωφελήσει η επαναφορά των συνόρων στη Βαλκανική Χερσόνησο; Είναι καταλληλότερο να μετατραπεί από ένα αδύναμο βυζαντινό κράτος, ένα δυνατό τουρκικό, αραβικό κράτος […]. Την εθνική δομή να την στρέψετε στα εσωτερικά ζητήματα […]. Να βγάλετε από το μυαλό σας το ρόλο του μεγάλου ευρωπαϊκού κράτους που δεν θέλετε με τίποτα να εγκαταλείψετε […]. Να κουράσετε το μυαλό σας για την υλική και πνευματική ανόρθωση των επαρχιών της Μικράς Ασίας […]. Κεντρική πολιτική σας πρέπει να είναι η επιστημονική δουλειά», και διαπίστωνε ότι «Η αδυναμία του οθωμανικού κράτους έγκειται στο μεγάλο εύρος των εδαφών του που είναι αδύνατο να προασπίσει με τις υφιστάμενες σήμερα δυνάμεις του».
Ορθώς επισημαίνει ο Fuat Dundar ότι «οι προτάσεις του Goltz pasha έχουν τόσες ομοιότητες με τα πεπραγμένα των Ενωτικών […] που δίνουν την εντύπωση ότι αποτέλεσαν τον οδηγό τους».
Οθωμανοί στρατιώτες στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου (πηγή: Ottoman Imperial Archives)
Φαίνεται κατά τα ανωτέρω ότι οι σαρωτικές και καίριες ήττες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο άλλαξαν τη στοχοθεσία. Η μετάβαση από την αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος ήταν επικείμενη, και το έθνος-κράτος που θα υποδεχόταν τους νέους Τούρκους μικρή αξία θα είχε για εκείνους, αν δεν ήταν φυλετικά ομοιογενές. Αυτή ήταν η στόχευση. Για να επιτευχθεί όμως η (εφιαλτική τελικά) ομοιογένεια εφαρμόσθηκαν συγκεκριμένες μέθοδοι, όπως αρχικά το μποϊκοτάζ, η διαίρεση των τοπικών κοινωνιών, οι εκτοπίσεις, η αναγκαστική επιστράτευση στα τάγματα εργασίας και οι δολοφονίες.
Όλα τα απάνθρωπα μέσα τα οποία χρησιμοποίησαν με στυγνό τρόπο οι Νεότουρκοι, εκπορεύτηκαν από τα έγκατα του κράτους.
Μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε ότι η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ήταν κεντρικά σχεδιασμένη και εκτελέσθηκε από κρατικά όργανα και άλλες κρατικά καθοδηγούμενες συμμορίες. Σαφής εν προκειμένω είναι ο Τούρκος συγγραφέας Attila Tuygan σύμφωνα με τον οποίον ο Μουσταφά Κεμάλ συμμετείχε ο ίδιος στη Γενοκτονία, και αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία αρνείται την αυταπόδεικτη αλήθεια και προσπαθεί να την αποκρύψει: «Οι ανεπίσημες και αντικειμενικές ιστορικές έρευνες, ακόμα και τα αρχεία των συμμάχων των Οθωμανών στον Α΄ ΠΠ, δείχνουν ότι πάνω από 350 χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι, 300 με 600 χιλιάδες Ασσύριοι, Νεστοριανοί και Χαλδαίοι εξοντώθηκαν από τους Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, και από Κούρδους πολιτοφύλακες».
Στα διαβόητα τάγματα εργασίας
Συνεχίζει ο Tuygan λέγοντας ότι «Όλα τα χωριά στον Πόντο καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν, κατασχέθηκαν τα ακίνητά τους, χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν στις γειτονικές χώρες. Η Γενοκτονία των Πόντιων πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Η πρώτη έγινε από την οργάνωση “Ένωσις και Πρόοδος” μεταξύ 1916-1918, και η δεύτερη από τους κεμαλικούς μεταξύ 1919-1923».
Όπως ανέφερε και η Ayşe Hür, ο Κεμάλ μετέβη στη Σαμψούντα το 1919 και αποσκοπούσε στην «απαλλαγή από τον ποντιακό μπελά».
Είναι εξάλλου γνωστό ότι ο Κεμάλ συναντήθηκε με τον Τοπάλ Οσμάν τον οποίον κατηύθυνε για την ολοκλήρωση της Γενοκτονίας. «Ο Τοπάλ Οσμάν ανταποκρίθηκε και του απάντησε ως εξής: “Μην ανησυχείτε, πασά μου, θα τους θυμιάζουμε έτσι ώστε θα πεθάνουν μες στις σπηλιές τους σαν αγριομέλισσες”. Ο Τοπάλ Οσμάν εκείνη την περίοδο ήταν καταζητούμενος για τα εγκλήματα εναντίον των Αρμενίων. Πιθανότατα με την παράκληση του Mουσταφά Κεμάλ άρθηκε το ένταλμα σύλληψής του από τον σουλτάνο Vahdettin, το 1919. Παρ’ όλη την αντίρρηση του νομάρχη Τραπεζούντας Cemal Azmi και του τοπικού κυβερνήτη της Κερασούντας, ο Τοπάλ Οσμάν ξεκίνησε την εκκαθάριση των Ελλήνων του Πόντου».
Ένα τραγικό παράδειγμα της ισοπέδωσης των Ελλήνων αποτελεί το χωριό Χερίζ Νταγ. Αυτό είχε «300 οικογένειες και γύρω στα 2.000 άτομα» και επέστρεψαν στην Ελλάδα «150 άτομα». Ένα άλλο, ενδεικτικά, είναι το χωριό Χατζήμπεη του οποίου οι κάτοικοι εγκλείστηκαν στην εκκλησία, όπου και βρήκαν οι περισσότεροι μαρτυρικό θάνατο.
Ο Τοπάλ Οσμάν και οι τσέτες του (εικ.: Χριστίνα Κωνσταντάκη)
Το έγκλημα της Γενοκτονίας τυποποιήθηκε παγκοσμίως δυνάμει της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή της Γενοκτονίας, του ΟΗΕ, το 1948. Η Ελλάδα την κύρωσε τον Οκτώβριο του 1954 (ΦΕΚ Α΄ 250). Το πρώτον συνομολογείται έτσι ότι η Γενοκτονία τυγχάνει έγκλημα του Διεθνούς Δικαίου. Στο άρθρο 2 της ως άνω Σύμβασης προβλέπεται ότι ως γενοκτονία νοείται: α) ο φόνος μελών ομάδος εθνικής, φυλετικής, κτλ., β) σοβαρή βλάβη διανοητικής ή σωματικής ακεραιότητος των μελών της ομάδος, γ) η εκ προθέσεως υποβολή διαβίωσης σε απάνθρωπες συνθήκες, δ) η παρεμπόδιση γεννήσεων και ε) η αναγκαστική μεταφορά παιδιών της ομάδος σε άλλη.
Κατ’ ουσίαν όλους τους προαναφερθέντες τρόπους υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου οι οποίοι ως θύματα πρέπει να διεκδικήσουν την τιμωρία του θύτη.
Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 της Σύμβασης για το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, «Τα παρακάτω εγκλήματα είναι απαράγραπτα ανεξάρτητα από την ημερομηνία διάπραξής τους: […] β) τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, […] καθώς και το έγκλημα της γενοκτονίας όπως ορίζεται στη Σύμβαση του 1948, […] ακόμα και αν οι πράξεις αυτές δεν συνιστούν παραβίαση του εσωτερικού δικαίου της χώρας όπου διαπράχθηκαν».
Τούτο σημαίνει ότι το διαπραχθέν από το τουρκικό κράτος έγκλημα της Γενοκτονίας δεν έχει παραγραφεί και οι αξιώσεις επανόρθωσης παραμένουν ενεργές.
Παράδειγμα της μεταχρονολογημένης αλλά λυτρωτικής δικαίωσης αποτελεί η δίκη και καταδίκη του Oskar Gröning από τα γερμανικά δικαστήρια. Δυνάμει της Απόφασης της 20ής Ιουνίου 2016 (ευρύτερα γνωστής ως απόφασης Gröning), το γερμανικό Ανώτατο Ακυρωτικό επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Lüneburg, το οποίο καταδίκασε τον 96χρονο λογιστή του Άουσβιτς για συνέργεια σε 300.000 ανθρωποκτονίες.
Oskar Gröning
Ο Gröning τον Οκτώβριο του 1940 εγγράφηκε στα SS (Schutzstaffel σημαίνει «μοίρα ασφαλείας») και τον Σεπτέμβριο του 1942 διορίστηκε με το βαθμό του «απλού στρατιώτη α΄ τάξεως» στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Εν συνεχεία προήχθη σε δεκανέα των SS. Ο κατηγορούμενος Oskar Gröning φρουρούσε τις αποσκευές των νεοαφιχθέντων στην αποβάθρα του στρατοπέδου συγκέντρωσης, εμπόδιζε υπό την απειλή βίας ενδεχόμενες πράξεις αντίστασης ή φυγής, και απασχολείτο στη «διοίκηση χρημάτων κρατουμένων». Το τρίτο τμήμα του γερμανικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (BGH) δεν θέτει ως κριτήριο για την κατάφαση της ενοχής τη συγκεκριμενοποίηση των ειδικών επιμέρους πράξεων ως μορφή συνέργειας επί συγκεκριμένων ανθρωποκτονιών – σκεπτικό το οποίο επί δεκαετίες δυσχέρανε τον κολασμό συνεργών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κριτήριο για την καταδίκη του «λογιστή του Άουσβιτς» ήταν η γνώση του για όσα εγκλήματα διαπράττονταν εντός του στρατοπέδου.
Το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο Gröning γνώριζε ότι οι εκτοπισμένοι θα θανατώνονταν μαζικά και μαρτυρικά, υποστήριζε εμπράκτως τη λειτουργία του μηχανισμού θανάτωσης του Άουσβιτς και, εφόσον δεν μετατίθετο σε μονάδες στο μέτωπο, επιδοκίμαζε το έγκλημα. Δέχθηκε επίσης ότι υπήρχε ένας πολύπλοκος μηχανισμός στον οποίο συνέπραττε πληθώρα προσώπων, στο πλαίσιο οργανωμένου μηχανισμού θανάτωσης, χωρίς ιδιόχειρη πράξη τέλεσης.
Επιπροσθέτως, οι συναυτουργοί συνέπραξαν σε πολλαπλά επίπεδα υπό διαφορετικές λειτουργίες και με ποικίλες πράξεις, κι έτσι ο μηχανισμός θανάτωσης ήταν έτοιμος και μπόρεσαν οι εθνικοσοσιαλιστές κρατούντες να διατάξουν και υλοποιήσουν την «Επιχείρηση Ουγγαρία». Σε αυτήν την υποβοήθηση της πράξης συμμετείχε ο Gröning, ο οποίος μεν δεν συμμετείχε σε καμία άμεση πράξη θανάτωσης, αλλά ανήκε στην οργάνωση μαζικών θανατώσεων.
Η πρωτοποριακή αυτή απόφαση διεύρυνε τους ορίζοντες της δικαστικής μεταχείρισης των γενοκτόνων. Το αιτιολογικό της σπουδαίας αυτής απόφασης πρέπει να αξιοποιηθεί από τους απογόνους των Ελλήνων του Πόντου που γενοκτονήθηκαν, εκτοπίσθηκαν, κακοποιήθηκαν.
Με την εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού οπλοστασίου παρέχεται η δυνατότητα έγερσης αστικών (τουλάχιστον και αρχικώς) αξιώσεων από τους συγγενείς των θυμάτων εναντίον του τουρκικού κράτους.
Οι ηγήτορές του ήταν υπεύθυνοι για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, και η σημερινή Τουρκία είναι η διάδοχος, άρα και υπόχρεη σε αποζημιώσεις.
Η άσκηση αγωγών κατά του τουρκικού κράτους δεν θα γίνει για τον πορισμό οικονομικού οφέλους, αλλά για την αποκατάσταση της Δικαιοσύνης. Όπως είπε χαρακτηριστικά μια επιζήσασα του Άουσβιτς μετά την καταδίκη του Oskar Gröning, «δεν είναι η ποινή το ζητούμενο, αλλά η τοποθέτηση της γερμανικής Δικαιοσύνης. Αποτελεί χρέος να διαπιστωθεί η ενοχή, η οποία δεν παραγράφεται, ενοχή η οποία και αύριο θα είναι ενοχή και μεθαύριο και ως την αιωνιότητα».
Αυτή πρέπει να είναι η επιδίωξη των Ελλήνων αναφορικά με τον εξαναγκασμό της Τουρκίας να αναγνωρίσει την Γενοκτονία. Μόνον έτσι ο ποταμός του αίματος θα εκβάλλει στη θάλασσα της δικαίωσης.
Παναγιώτης Στ. Μπαλακτάρης
Δικηγόρος, μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών
- Πηγή: kathimerini.gr.