Πέρασε περίπου ενάμισης χρόνος από τη δήλωση του Γιάννη Τσιρώνη, βουλευτή του τότε κυβερνώντος κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την οποία: «Το Καστελόριζο δεν είναι στο Αιγαίο. Γεωγραφικά δεν είναι στο Αιγαίο, τι να κάνουμε τώρα. Είναι στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι από κάτω. Δεν είναι στο Αιγαίο. Το Αιγαίο είναι μια θάλασσα η οποία φτάνει μέχρι την Κω και τη Ρόδο».
Πρόκειται για μία διαχρονική θέση της τουρκικής διπλωματίας, η οποία διά του Αχμέτ Νταβούτογλου υποστήριξε και επίσημα το 2011 ότι «το Καστελόριζο δε βρίσκεται στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο», και ως εκ τούτου απαιτούνται «δύο ξεχωριστές διαπραγματεύσεις» Ελλάδας και Τουρκίας για οριοθετήσεις «δύο ΑΟΖ».
Η δήλωση του Έλληνα Βουλευτή προκάλεσε τον ορυμαγδό από πλευράς της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία διά του Γιώργου Κουμουτσάκου, τομεάρχη Εξωτερικών, έσπευσε να εκφράσει τη θέση της: «Πρόκειται για ανεκδιήγητες απόψεις. Η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα και η άγνοια της κυβέρνησης σε κρίσιμα εθνικά θέματα την καθιστούν πλέον επικίνδυνη. Η δήλωση Τσιρώνη γίνεται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η Τουρκία κλιμακώνει την προκλητική ρητορική της».
Μόλις ενάμιση χρόνο μετά, λοιπόν, η ΝΔ ως κυβέρνηση βρίσκεται στη γραμμή Τσιρώνη, αποδεχόμενη κατ’ ουσία τις «ειδικές συνθήκες» που επικαλείται η Τουρκία για το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, αφήνοντας εκτός συμφωνίας ακόμη και τη μισή Ρόδο.
Τα παραπάνω είναι μαθήματα για το γεγονός ότι αφ’ ενός πρέπει να κρατάς χαμηλούς τόνους όσο βρίσκεσαι στην αντιπολίτευση (προφανώς το ίδιο ισχύει και για τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση), και αφ’ ετέρου ότι το πρόβλημα είναι εγγενές και διαπερνά το σύνολο των πολιτικών κομμάτων.
Η κριτική είναι εύκολη και στείρα, αλλά ο ερχομός στην εξουσία τα θέτει ενώπιον προκλήσεων και έξωθεν πιέσεων, που (κακώς) δεν μπορούν (ή δε θέλουν) να διαχειριστούν. Αντί να δημιουργήσουν προϋποθέσεις χάραξης εθνικής στρατηγικής μέσω θεσμών –όπως ένα σοβαρά συγκροτημένο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας–, προτιμούν μια πολιτική του φαίνεσθαι, της ικανοποίησης της προσωπικής φιλοδοξίας, και ορισμένες φορές της παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας, ωσάν να πρόκειται για την ιδιωτική περιουσία τους.
Όσον αφορά τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι μάλλον εύλογα και είναι σε συνάρτηση με τον ήδη εκπεφρασμένο προβληματισμό από πλευράς εξεχόντων αναλυτών, συν ορισμένες –μάλλον λησμονημένες – παραμέτρους:
- Η οριοθέτηση έως τον 28ο μεσημβρινό δε δικαιώνει τα περί «ειδικών συνθηκών» του συμπλέγματος της Μεγίστης;
- Γιατί αγνοήθηκαν πλήρως τα δικαιώματα νησιών νοτίως της Κρήτης, παρά το γεγονός ότι εμφανίζουν πλήρη οικονομική δραστηριότητα; Σπεύδοντας να πούμε: «μα καλά είναι δυνατόν να πάρουν επήρεια η Χρυσή και τα υπόλοιπα νησάκια νοτίως του Λασιθίου;», δεν αποδεχόμαστε εν τέλει τον ισχυρισμό της Άγκυρας;
- Όπως έγκαιρα είχε εισηγηθεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Μάζης, γιατί δεν προηγήθηκε οριοθέτηση με την Κυπριακή Δημοκρατία στο πνεύμα όντως του Δικαίου της Θάλασσας και όχι κατ’ όνομα, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αδιάσειστο τετελεσμένο εξασφάλισης της συνέχειας του ελληνικού χώρου;
- Γιατί έχουμε ξεχάσει το ζήτημα της χάραξης γραμμών βάσης και εξακολουθούμε –μοναδικοί διεθνώς– να υπογράφουμε συμφωνίες με βάση την πορεία της ακτογραμμής; Προφανώς μας περισσεύει θαλάσσιος χώρος για να τον χαρίζουμε…
- Το κυριότερο: Τι είδους προηγούμενα δημιουργούνται για τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου; Με βάση ποιον αντικειμενικό μαθηματικό τύπο αποφασίστηκε μειωμένη επήρεια για τη Ρόδο, την Κρήτη και τα υπόλοιπα νησιά; Η Σαμοθράκη, ο Άγιος Ευστράτιος, τα Ψαρά και η Ικαρία πόση ΑΟΖ δικαιούνται, αν προβάλουμε τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου στο υπόλοιπο Αιγαίο; Όταν αποφασίζεις για τον οποιοδήποτε λόγο να εγκαταλείψεις το ασφαλές λιμάνι του διεθνούς δικαίου και των αντικειμενικών διατάξεών του, τότε αποφασίζεις να εισέλθεις σε μια δίνη διαπραγμάτευσης και ανταγωνισμού ισχύος.
Αν η συμφωνία έγινε για να προσβληθεί το τουρκολιβυκό ψευδοσύμφωνο και ενδεχομένως υπάρξουν προβλέψεις ελληνοαιγυπτιακής στρατηγικής συνεργασίας, τότε μπορούν να κατανοηθούν πολλά. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ταυτόχρονα ότι η Ελλάδα δεν θα παραχωρήσει σπιθαμή προς τη μείζονα τουρκική απειλή. Θα συγκεντρώσει διπλωματικό κεφάλαιο και θα συγκλίνει με περιφερειακούς δρώντες, ετοιμαζόμενη να «κλείσει» σαν αστακός έναντι της Τουρκίας.
Είναι, όμως, έτσι; Ή μήπως τέτοιου είδους συμφωνίες είναι το ιδανικό προηγούμενο για όσους επιθυμούν μια βιαστική διευθέτηση στη βάση της γερμανικής ή όποιας άλλης γεωστρατηγικής βούλησης;
Μάρκος Τρούλης,
Διδάσκων στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, καθώς και στη Σχολή Εθνικής Ασφάλειας.