Ενώ μαύρα σύννεφα μαζεύονται στον ουρανό της πατρίδας, είναι λες και δόθηκε κάποιο μυστικό σύνθημα για να πραγματωθεί αυτό που γράφει η Αποκάλυψη: «ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ. 22,11). Κι έτσι ξεκαθαρίζουν αρκετά πράγματα. Είναι όντως αποκαλυπτικοί οι δύσκολοι καιροί που ζούμε. Εννοώ ότι στις μέρες μας αρχίζουν ν’ αποκαλύπτονται όλο και πιο καθαρά οι προαιρέσεις, οι προθέσεις, τα πιστεύω, οι νοοτροπίες, ο χαρακτήρας και η κοσμοθεωρία του καθενός. Αρχίζουν να πέφτουν οι μάσκες με γοργούς ρυθμούς.
Τώρα, στα δύσκολα, καταλαβαίνουμε καλύτερα τι καπνό φουμάρει ο καθένας. Όχι μόνο στον περίγυρό μας, αλλά και στον δημόσιο χώρο.
Το δεύτερο κύμα της επιδημίας επίκειται. Ο Τούρκος πήρε ψηλά τον αμανέ. Η παγκόσμια οικονομία και παραγωγή πέφτει. Οι πολεμικές συρράξεις σε Νότο κι Ανατολή σιγοβράζουν∙ καμιά φορά κοχλάζουν προειδοποιώντας δυσοίωνα. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που είναι ενταγμένοι, ως πιστοί στρατιώτες ο καθένας στο πόστο του, στο πλέον απάνθρωπο σχέδιο εξανδραποδισμού της ανθρωπότητας. Προσχηματικοί αναθεωρητές, διαφωτιστές, ανθρωπιστές και προοδευτικοί. Αγαπολόγοι ενός ανύπαρκτου «άλλου» – ποτέ του πλησίον. Εγωπαθείς, νάρκισσοι, φιλάργυροι, εξουσιολάγνοι που ορύσσουν στοές για ν’ ανοίξουν υπόγειο δρόμο για «το βδέλυγμα της ερημώσεως το ρηθέν υπό Δανιήλ του προφήτου» (Μαρκ. 13,14). Πολύ ζωηρούς τους βλέπω να είναι στις μέρες μας. Και στον δικό μου τον περίγυρο και στη χώρα μας και στον κόσμο γενικότερα μου φαίνονται πιο εκδηλωτικοί, αποφασισμένοι, διεκδικητικοί, αποθρασυμένοι.
Ποιος ξέρει τι θα γίνει μ’ αυτά τα ζητήματα και μ’ ό,τι άλλες δοκιμασίες έρχονται, εξαιτίας της αποστασίας μας από το καλό, τ’ αγαθό και το δίκιο. Πάντως, νομίζω πως γρήγορα θ’ αρχίσει ν’ ανοίγει κι άλλο η ψαλίδα μεταξύ δίκαιων και άδικων, μεταξύ ρυπαρών και αγίων (Αποκ. 22,11). Ουσιαστικά, μεταξύ αυτών που επέλεξαν ν’ αποθέτουν τον άυλο θησαυρό τους στον ουρανό κι αυτών που διαλέγουν να σωρεύουν τον υλικό δικό τους στη γη∙ «όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. 6,21).
Προοδευτικά και όσο τα πράγματα δυσκολεύουν, το ερώτημα που θα τίθεται όλο και πιο ξεκάθαρα, όλο και πιο επιτακτικά, θα σχετίζεται με την πίστη μας στον Τριαδικό Θεό.
Η πίστη μας θα πρέπει να δυναμώνει, να μεγαλώνει, να ολοκληρώνεται, ώσπου να τελειοποιηθεί γινόμενη πλήρης κι απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό. «Δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται· ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17). «Εκ πίστεως εις πίστιν», λοιπόν, «ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος πριν από λίγες ημέρες, εξερχόμενος συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου έθεσε ένα –σχετικό με τα παραπάνω– ερώτημα με αφορμή την πανδημία και τους κινδύνους της. Νά τι είπε επί λέξει: «Η εκκλησία έχει έναν νόμο, τον ανώτατο, που είναι ο άνθρωπος. Λοιπόν, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σωθεί ο άνθρωπος. Εάν πεθάνει ο άνθρωπος και δεν υπάρχει ο άνθρωπος, είναι το ερώτημα: την θέλουμε την Εκκλησία; Την χρειαζόμαστε;».
Δεν πρέπει, λοιπόν, φιλότιμα κι εμείς ν’ απαντήσουμε στον Μακαριώτατο ποιμενάρχη μας με ταπεινό φρόνημα και πνεύμα μαθητείας; Για να δει ότι απαντάμε και ν’ αναθαρρήσει, ότι το ποίμνιό του κάθισε κι έμαθε πέντε γράμματα απάνω στα θρησκευτικά μας.
Απαντώντας, λοιπόν, νά τι του λέμε:
α) πράγματι, τον ανώτατο νόμο της Εκκλησίας μας τον θέτει η κεφαλή της, δηλαδή ο Χριστός, με την μείζονα διφυή εντολή της ολοκληρωτικής αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
β) Και βέβαια πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σωθεί ο άνθρωπος που είναι κατ’ εικόνα του Θεού κι απ’ Αυτόν πλασμένος ως οντότητα ταγμένη «εις ζωήν αιώνιον». Ως σωτηρία, βέβαια, εννοείται η είσοδος στην αιώνια Βασιλεία των Ουρανών.
γ) Τι κι αν πεθάνει ο άνθρωπος και άνθρωπος δεν υπάρχει; Υφίσταται ο άνθρωπος, παντοτινά υπάρχει. «Ουκ έστιν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Μαρκ. 12,27). Φυσικά και την θέλει και την χρειάζεται την επίγεια Εκκλησία άμα πεθάνει ο άνθρωπος. Διψά για την εξόδιο ακολουθία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια και τις προσευχές των ζώντων υπέρ της σωτηρίας της ψυχής του. Ως Σώμα Χριστού, βέβαια, η άκτιστη Εκκλησία του Χριστού είναι οργανισμός υπέρχρονος. Παρά τον βιολογικό του θάνατο, όποιος ανήκει σε αυτήν παραμένει αεί ζών μέλος της. Και τότε, πώς μπορεί ένα ζωντανό μέλος να μην θέλει, να μην χρειάζεται το ζωντανό σώμα στο οποίο ανήκει; «Είτε ζωή είτε θάνατος είτε ενεστώτα είτε μέλλοντα, πάντα υμών εστιν, υμείς δε Χριστού, Χριστός δε Θεού» (Α΄ Κορ. 3,22-23).
Hμείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού (Γαλ. 2,16). «Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14,8) εκζητώντες την άκτιστόν Του Εκκλησία, μέσα σε μια ανοικτή, προσβάσιμη σ’ εμάς και μη εκκοσμικευμένη επίγεια Ορθόδοξη Εκκλησία.
Υπομονεύσαμε στο πρότερο κλείσιμο των ναών, για να δείξουμε ότι δεν εξανιστάμεθα απροειδοποίητα και αποτόμως. Για να μπορέσουμε τώρα, εάν οι ναοί ξανακλείσουν, να οργισθούμε χωρίς ενδοιασμούς. Να οργισθούμε απαθώς μεν, καθ’ υπερβολήν δε.